σχοινοβάτης: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(CSV import)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, [[βαίνω]]<br />a [[rope]]-[[dancer]], [[schoenobates]] in Juven.
|mdlsjtxt=σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, [[βαίνω]]<br />a [[rope]]-[[dancer]], [[schoenobates]] in Juven.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[σχοῖνος]] (=βοῦρλο, καλάμι, σχοινί) + [[βαίνω]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ [[σχοῖνος]]: [[σχοίνινος]], [[σχοινίον]], [[σχοινίζω]] (=[[καθαρίζω]] με ὀδοντογλυφίδα), [[σχοίνισμα]] (=[[μέρος]] γῆς, μερίδιο), [[σχοινισμός]].
}}
}}

Revision as of 14:35, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινοβάτης Medium diacritics: σχοινοβάτης Low diacritics: σχοινοβάτης Capitals: ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: schoinobátēs Transliteration B: schoinobatēs Transliteration C: schoinovatis Beta Code: sxoinoba/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (βαίνω) rope dancer, Cat.Cod.Astr.8(4).213, Man.4.287, Gloss.; Lat. schoenobates, Juv.3.77:—hence σχοινοβατία, lon. σχοινοβατίη, ἡ, rope dancing, interpol. in Hp.Vict.3.68; σχοινοβατική (sc. τέχνη), Sch.D.T.p.110H.

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, der Seiltänzer, Sp., wie Maneth. 4, 287.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui marche ou danse sur la corde.
Étymologie: σχοῖνος, βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω) ὡς καὶ νῦν, ὁ, βαδίζων ἢ χορεύων ἐπὶ σχοινίου τεταμένου, Τουρκ. «τζαμπάζης», Μανέθων 4. 287· schoenobates παρὰ Ἰουβεν. 3. 77.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. σχοινοβάτισσα Ν
αυτός που ισορροπεί, που περπατάει και εκτελεί ακροβατικές ασκήσεις πάνω σε τεντωμένο σχοινί
νεοελλ.
1. (γενικά) ακροβάτης
2. ζωολ. γένος μαρσιποφόρων θηλαστικών της οικογένειας phalangeridae, με το μοναδικό μεγαλόσωμο είδος Schoinobates volans, μήκους μέχρι 105 εκατοστόμετρα, που απαντά στην ανατολική Αυστραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί(ον) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. υπνοβάτης.

Greek Monotonic

σχοινοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που βαδίζει ή χορεύει πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβάτης, schoenobates στον Ιουβεν.

Middle Liddell

σχοινο-βᾰ́της, ου, ὁ, βαίνω
a rope-dancer, schoenobates in Juven.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σχοῖνος (=βοῦρλο, καλάμι, σχοινί) + βαίνω. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα τοῦ σχοῖνος: σχοίνινος, σχοινίον, σχοινίζω (=καθαρίζω με ὀδοντογλυφίδα), σχοίνισμα (=μέρος γῆς, μερίδιο), σχοινισμός.