σχοινισμός
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ὁ, measurement of land, PTeb. 12.7, 61 (b).333 (ii BC), Sammelb. 7422.13 (i BC), PAmh. 2.68.4 (i AD, pl.) ; as a form of hard labour, Plu. Luc. 20. = σχοίνισμα (piece of land measured out by the σχοῖνος, portion, allotment, division) 1, allotment, LXX Jo. 17.5.
German (Pape)
[Seite 1057] ὁ, das Ausmessen des Landes mit dem σχοῖνος, Plut. Lucull. 20, wo es nach Andern eine Art Folter, Leibesstrafe sein soll. S. σχοῖνος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de mesurer la terre au cordeau ; partage des terres ; sel. d'autres supplice de l'estrapade.
Étymologie: σχοῖνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχοινισμός -οῦ, ὁ [σχοινίον] het landmeten met touw. Plut. Luc. 20.2.
Russian (Dvoretsky)
σχοινισμός: ὁ канат для растяжения тела (род пытки: σχοινισμοὶ καὶ κιγκλίδες καὶ ἵπποι Plut.), по друг. - обмер земельных участков.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινισμός: ὁ, περίφραξις διὰ σχοινίων· ἐν τῷ πληθ., φραγμοὶ διὰ σχοινίων, Πλουτ. Λούκουλλ. 20· ἴδε Schäf. ἐν τόπῳ. ΙΙ. = τῷ προηγ., κλῆρος, μερίδιον, Ἑβδ. (Ἰησ. ΙΖ΄, 5).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
μέθοδος καταμέτρησης τμήματος γης με σχοινί
αρχ.
1. το τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με αυτόν τον τρόπο, σχοίνισμα
2. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο τενώνονταν το σώμα του βασανιζομένου με σχοινιά ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη του σώματος του ή, κατ' άλλους, περίφραξη με σχοινιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + -ισμός, μέσω αμάρτυρου σχοινίζω (πρβλ. περι-σχοινίζω: περι-σχοινισμός)].
Greek Monotonic
σχοινισμός: ὁ (σχοῖνος), περίφραξη με σχοινιά· στον πληθ., περιφράγματα με σχοινιά, μέτρηση, διανομή γης, σε Ανθ.
Middle Liddell
σχοινισμός, οῦ, ὁ, σχοῖνος
a fencing with ropes: in plural roping, rope-fences, Plut.