Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σταμνίον: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
(CSV import)
Line 36: Line 36:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[jar for wine]]
|woodrun=[[jar for wine]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=Ὑποκοριστικό τοῦ [[στάμνος]], πού παράγεται ἀπό τό [[ἵστημι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Revision as of 14:57, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταμνίον Medium diacritics: σταμνίον Low diacritics: σταμνίον Capitals: ΣΤΑΜΝΙΟΝ
Transliteration A: stamníon Transliteration B: stamnion Transliteration C: stamnion Beta Code: stamni/on

English (LSJ)

τό,= σταμνάριον, Id.Lys.196,199, Men.129, PSI4.413.19 (iii B.C.), Inscr.Délos 399 A 40 (ii B.C.). 2 = ἀμίς, S.E.M.1.234, cf. Phryn.377.

German (Pape)

[Seite 929] τό, dim. von στάμνος; οἴνου, Ar. Lys. 196; Men. bei Ath. IV, 146 e; Plat. Ep. XIII, 361 a. Nach S. Emp. adv. gramm. 234 = ἀμίδιον.

French (Bailly abrégé)

dim. de στάμνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταμνίον -ου, τό, demin. van στάμνος, kruikje.

Russian (Dvoretsky)

σταμνίον: τό
1) винный сосуд, кружка Arph., Men.;
2) Sext. = ἀμίς.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. σταμνί.

Greek Monotonic

σταμνίον: τό, υποκορ. του στάμνος, μικρή στάμνα που προορίζεται για κρασί, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σταμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ στάμνος, «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = ἀμίς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 162.

Middle Liddell

σταμνίον, ου, τό, [Dim. of στάμνος
a wine-jar, Ar.

English (Woodhouse)

jar for wine

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ὑποκοριστικό τοῦ στάμνος, πού παράγεται ἀπό τό ἵστημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.