ἀναντίρρητος: Difference between revisions
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':¢nant⋯¸?htoj 安-安提-而雷拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-交換-湧出(的)<br />'''字義溯源''':不容置辯的,不能反駁的,無可否認的,駁不倒的;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[ἀντί]])*=相對)及([[λέγω]])*=說出來)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 駁不倒的(1) 徒19:36 | |sngr='''原文音譯''':¢nant⋯¸?htoj 安-安提-而雷拖士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':不-交換-湧出(的)<br />'''字義溯源''':不容置辯的,不能反駁的,無可否認的,駁不倒的;由([[α]] / [[ἄλφα]])= ([[ἄνευ]])*=不)與([[ἀντί]])*=相對)及([[λέγω]])*=說出來)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 駁不倒的(1) 徒19:36 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού δέ δέχεται ἀντίρρηση). Ἀπό τό α στερητ. + [[ἀντερῶ]] ([[ἀντιλέγω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[λέγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 14 October 2022
English (LSJ)
ον, not to be opposed, Plb.6.7.7, 28.13.4; undeniable, Act.Ap.19.36; λόγοι S.E.M.8.160. Adv. ἀναντιρρήτως = without opposition, by consent, Plb.22.8.11; incontrovertibly, OGI335.138 (Pergam.), Aët.15.15; without gainsaying, Act.Ap.10.29.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incontrovertible, innegable μαρτυρία I.Ap.1.160, λόγοι S.E.M.8.160, cf. Act.Ap.19.36.
2 que no sufre oposición αἱ τῶν ἀφροδισίων χρεῖαι Plb.6.7.7.
II adv. ἀναντιρρήτως
1 sin oposición, degrado τυγχάνειν πάντων φιλανθρώπων ἀναντιρρήτως Plb.22.8.11, ἧλθον Act.Ap.10.29, ἀποδώσομεν PLond.1319.12 (VI a.C.).
2 sin posibilidad de controversia δεικνύντες IP 245C.47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut contester ou contredire.
Étymologie: ἀ, ἀντί, ῥητός.
Russian (Dvoretsky)
ἀναντίρρητος: Polyb., Plut., Sext. = ἀναντίλεκτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναντίρρητος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἀντίρρησιν, ἀναμφισβήτητος, Πολύβ. 6. 7, 7., 28. 11, 4: ἀναμφίλογος, ἐναργής, Λόγοι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 8. 160. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 23. 8, 11.
English (Thayer)
(WH ἀναντιρητος; see Rho), ἀναντίρρητον, (the alpha privative, ἀντί, and ῤητός from Ρ᾽ΑΩ to say), not contradicted and not to be contradicted; undeniable (not to be gainsaid); in the latter sense, Polybius down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναντίρρητος, -ον)
αυτός που δεν επιδέχεται αντιρρήσεις, αναμφισβήτητος, αναμφίβολος.
Chinese
原文音譯:¢nant⋯¸?htoj 安-安提-而雷拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-交換-湧出(的)
字義溯源:不容置辯的,不能反駁的,無可否認的,駁不倒的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἀντί)*=相對)及(λέγω)*=說出來)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 駁不倒的(1) 徒19:36
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού δέ δέχεται ἀντίρρηση). Ἀπό τό α στερητ. + ἀντερῶ (ἀντιλέγω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λέγω.