ὀψαρότης: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀψ-ᾰρότης, ου, ὁ, [ὀψέ]<br />one who ploughs [[late]], Hes. | |mdlsjtxt=ὀψ-ᾰρότης, ου, ὁ, [ὀψέ]<br />one who ploughs [[late]], Hes. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ου ([[ἀρόω]]) (=αὐτός πού ὀργώνει ἀργά). Ἀπό τό [[ὀψέ]] + [[ἀρόω]] -ῶ. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:19, 14 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (ὀψέ, ἀρόω) one who ploughs late, Hes.Op.490.
German (Pape)
[Seite 432] ὁ, der spät Pflügende, Hes. O. 492.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui laboure tardivement.
Étymologie: ὀψέ, ἀρόω.
Russian (Dvoretsky)
ὀψᾰρότης: ου adj. m поздно пашущий Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψᾰρότης: -ου, ὁ, (ὀψὲ) ὁ ἀροτριῶν ὀψέ, ἀργά, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 488.
Greek Monolingual
ὀψαρότης, ὁ (Α)
αυτός που οργώνει τον αγρό καθυστερημένα, αργά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψέ + ἀρῶ «οργώνω» + κατάλ. -ότης].
Greek Monotonic
ὀψᾰρότης: -ου, ὁ (ὀψέ), αυτός που οργώνει καθυστερημένα, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ὀψ-ᾰρότης, ου, ὁ, [ὀψέ]
one who ploughs late, Hes.