πολυηχής: Difference between revisions

From LSJ

μηδεὶς φοβείσθω τὸν θάνατον → let nobody be afraid of death

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyichis
|Transliteration C=polyichis
|Beta Code=poluhxh/s
|Beta Code=poluhxh/s
|Definition=ές, ([[ἦχος]]) [[many-toned]], of the nightingale's voice, <span class="bibl">Od. 19.521</span>; χοροῦ π. φωνή <span class="title">AP</span>9.504; [[much sounding]] or [[loud-sounding]], αἰγιαλός <span class="bibl">Il.4.422</span>; [[ἄνεμος]], [[πέτραι]], <span class="bibl">A.R.4.609</span>,<span class="bibl">963</span>.
|Definition=ές, ([[ἦχος]]) [[many-toned]], of the [[nightingale]]'s [[voice]], <span class="bibl">Od. 19.521</span>; χοροῦ π. φωνή <span class="title">AP</span>9.504; [[much sounding]] or [[loud-sounding]], [[αἰγιαλός]] <span class="bibl">Il.4.422</span>; [[ἄνεμος]], [[πέτρα]]ι, <span class="bibl">A.R.4.609</span>,<span class="bibl">963</span>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:40, 1 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυηχής Medium diacritics: πολυηχής Low diacritics: πολυηχής Capitals: ΠΟΛΥΗΧΗΣ
Transliteration A: polyēchḗs Transliteration B: polyēchēs Transliteration C: polyichis Beta Code: poluhxh/s

English (LSJ)

ές, (ἦχος) many-toned, of the nightingale's voice, Od. 19.521; χοροῦ π. φωνή AP9.504; much sounding or loud-sounding, αἰγιαλός Il.4.422; ἄνεμος, πέτραι, A.R.4.609,963.

German (Pape)

[Seite 663] ές, vieltönig; φωνή, von der klangreichen Stimme der Nachtigall, Od. 19, 521; αἰγιαλός, laut wiederhallend, von der Brandung, Il. 4, 422; φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ, Ep. ad. (XI, 504); Qu. Sm. 1, 294 u. a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aux sons variés;
2 très sonore, retentissant.
Étymologie: πολύς, ἦχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυηχής -ές [πολύς, ἦχος] klankrijk:. χέει πολυηχέα φωνήν (de vogel) laat een klankrijke stem horen Od. 19.521. luid:. ἐν αἰγιαλῷ πολυηχέι op een kust met dreunende branding Il. 4.422.

Russian (Dvoretsky)

πολυηχής:
1) многозвучный, переливчатый (φωνή, sc. ἀηδόνος Hom.);
2) многошумный, шумящий (прибоем) (αἰγιαλός Hom.);
3) многоголосый (φωνὴ τραγικοῦ χοροῦ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυηχής: -ές, (ἦχος) ἐπὶ τῆς φωνῆς τῆς ἀηδόνος, ἡ μετὰ ποικίλων τόνων ἠχοῦσα, πολυηχέα φωνήν, «πολλὰς μεταβολὰς ποιουμένην» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521· ὁ πολὺ ἢ μεγάλως ἠχῶν, αἰγιαλὸς Ἰλ. δ. 422.

English (Autenrieth)

ές: many-toned, nightingale, Od. 19.521; echoing, resounding, Il. 4.422.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο («πολυηχέες πέτραι», Απολλ. Ρόδ.)
2. αυτός που παράγει ποικιλία ήχων, πολύφωνος («χοροῦ πολυηχὴς φωνή», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για άνεμο) θορυβώδης
2. (για τραγούδι αηδονιού) αυτός που έχει ποικιλία ήχων, πολλούς κυματισμούς («ἥ τε [ἀηδὼν] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυήχεα φωνήν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ηχής (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. υψ-ηχής].

Greek Monotonic

πολυηχής: -ές (ἦχος), πολυτονικός, που έχει πολλούς ήχους, λέγεται για τη φωνή του αηδονιού, σε Ομήρ. Οδ.· αυτός που ηχεί πολύ ή δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πολυ-ηχής, ές ἦχος
many-toned, of the nightingale's voice, Od.: much or loud sounding, Il.