συνεκπορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "fut. attic" to "fut. Attic")
Line 34: Line 34:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιῶ<br />to [[help]] in procuring or supplying, τί τινι Xen.
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[help]] in procuring or supplying, τί τινι Xen.
}}
}}

Revision as of 13:30, 1 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκπορίζω Medium diacritics: συνεκπορίζω Low diacritics: συνεκπορίζω Capitals: ΣΥΝΕΚΠΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synekporízō Transliteration B: synekporizō Transliteration C: synekporizo Beta Code: sunekpori/zw

English (LSJ)

help in procuring or supplying, τινί τι X.An. 5.8.25; προφάσεις Plu.2.73e; τὰ ἀναγκαῖα Hierocl. in CA11p.444M.

German (Pape)

[Seite 1013] mit oder zugleich ausfinden u. anschaffen, Xen. An. 5, 8, 25 u. Sp., wie Plut.

French (Bailly abrégé)

contribuer à fournir, à procurer.
Étymologie: σύν, ἐκπορίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκπορίζω helpen te verschaffen of beschikbaar te maken, met dat. en acc.. εἰ... τῳ... ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι als ik iemand in nood iets heb helpen verschaffen Xen. An. 5.8.25.

Russian (Dvoretsky)

συνεκπορίζω:
1) доставлять, добывать (τινί τι Xen.);
2) выдумывать, изобретать (προφάσεις εὐσχήμονας Plut.).

Greek Monolingual

Α
συμβάλλω σε προμήθεια ή παροχή («εἰ δὲ τῳ ἢ ἀσθενοῦν τι ἢ ἀποροῦν τι συνεξεπόρισά τι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπορίζω «χορηγώ, προμηθεύω»].

Greek Monotonic

συνεκπορίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, συμβάλλω στην προμήθεια ή τον εφοδιασμό, χορηγώ από κοινού, τί τινι, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκπορίζω: βοηθῶ, συνεργῶ εἰς πορισμὸν ἢ παροχήν, εἰ δέ τῳ ἢ ἀσθενοῦντι ἢ ἀποροῦντι συνεξεπόρισά τι Ξεν. Ἀνάβ. 5. 8, 25· προφάσεις εὐσχήμονας ἀμωσγέπως συνεκπορίζειν Πλούτ. 2. 73Ε.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
to help in procuring or supplying, τί τινι Xen.