διαψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "fut. attic" to "fut. Attic")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] διαψηφιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[vote]] in [[order]] with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[decide]] by [[vote]], Dem.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; [[περί]] τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch [[ταῦτα]], Lys. 26, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; [[περί]] τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch [[ταῦτα]], Lys. 26, 1.
Line 16: Line 19:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[ψηφίζω]] με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποφαίνομαι]] μέσω της ψήφου, σε Δημ.
|lsmtext='''διαψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[ψηφίζω]] με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποφαίνομαι]] μέσω της ψήφου, σε Δημ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] ιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[vote]] in [[order]] with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[decide]] by [[vote]], Dem.
}}
}}

Revision as of 16:18, 1 November 2022

Middle Liddell

fut. Attic διαψηφιοῦμαι
I. Dep. to vote in order with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.
II. to decide by vote, Dem.

German (Pape)

[Seite 614] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; περί τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch ταῦτα, Lys. 26, 1.

French (Bailly abrégé)

f. διαψηφίσομαι, att. διαψηφιοῦμαι;
apporter chacun son suffrage, voter en ordre.
Étymologie: διά, ψηφίζω.

Russian (Dvoretsky)

διαψηφίζομαι: голосовать, решать голосованием (τι Lys. и περί τινος Plat.; κρυπτῇ ψήφῶ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαψηφίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ ψήφων (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. περί τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. κρύβδην, κρύφα Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. διαψηφιστός. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· ταύτῃ διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και διαψηφίζω (ΑΝ)
δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω
μσν.
ενεργ. υπολογίζω τους φόρους
αρχ.
1. αποφασίζω με ψήφο
2. παθ. κρίνομαι με ψήφο
3. ενεργ. θέτω σε ψηφορορία.

Greek Monotonic

διαψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.:
I. ψηφίζω με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.
II. αποφαίνομαι μέσω της ψήφου, σε Δημ.