ἀχόρταστος: Difference between revisions
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
mNo edit summary |
|||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀχόρταστος:''' [[ненасытный]] ([[τύχη]] Men.). | |elrutext='''ἀχόρταστος:''' [[ненасытный]] ([[τύχη]] Men.). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αχόρταγος]] και [[αχόρταστος]], -η, -ο (AM [[ἀχόρταστος]], -ον [[χορτάζω]]<br />αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο [[ακόρεστος]], ο [[άπληστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος<br /><b>2.</b> [[λαίμαργος]], [[αδηφάγος]]<br /><b>3.</b> [[ανικανοποίητος]]. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Revision as of 12:17, 3 November 2022
English (LSJ)
ον, unfed, starving, τύχη Men.690, Sm.Ps.58(59).16; = ἄπληστος, Hsch.:—hence substantive ἀχορτασία, ἡ, ravenous hunger, Sm.De.28.20.
Spanish (DGE)
-ον
voraz, insaciable τύχη Men.Comp.1.293, 2.52, τέρας Isid.Pel.Ep.M.78.668C, κοιλίη Eus.Alex.Serm.M.86.400B, cf. Hsch., Cyran.1.6.14, Sch.A.Pr.371(p.217)D.
German (Pape)
[Seite 419] ungefüttert, ungesättigt, τύχη Men. in Comp. Men. et Phil. p. 359.
Russian (Dvoretsky)
ἀχόρταστος: ненасытный (τύχη Men.).
Greek Monolingual
αχόρταγος και αχόρταστος, -η, -ο (AM ἀχόρταστος, -ον χορτάζω
αυτός που δεν μπορεί να χορτάσει, ο ακόρεστος, ο άπληστος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χόρτασε, ο πεινασμένος
2. λαίμαργος, αδηφάγος
3. ανικανοποίητος.
Translations
insatiable
Armenian: անկուշտ; Bulgarian: ненаситен; Catalan: insaciable; Chinese Mandarin: 無法滿足的, 无法满足的, 貪得無厭的, 贪得无厌的, 貪心, 贪心; Czech: neukojitelný; Danish: umættelig; Dutch: onverzadigbaar; Esperanto: nesatigebla; Finnish: tyydyttämätön, kyltymätön; French: insatiable; Galician: insaciable, insaciábel; Georgian: გაუმაძღარი; German: unersättlich; Greek: ακόρεστος, ανεχόρταγος, ανικανοποίητος, αξεδίψαστος, άπληστος, αχόρταγος, αχόρταστος; Ancient Greek: ἄατος, ἄβαρτος, ἄβορος, ἀεικενός, ἀκόρεστος, ἀκόρετος, ἀκορής, ἀκόρητος, ἄμαργος, ἄναλτος, ἄπαυστος, ἄπλειστος, ἀπλήμων, ἀπληστόκορος, ἄπληστος, ἀχόρταστος, δυσχαλίνωτος; Hungarian: telhetetlen, kielégíthetetlen; Italian: insaziabile, incontentabile; Japanese: 飽くことを知らない; Latin: insatiabilis; Lithuanian: nepasotinamas; Norwegian: umettelig; Polish: nienasycony; Portuguese: insaciável; Russian: ненасытный; Sanskrit: असिन्व; Serbo-Croatian Cyrillic: незаја̀жљив; Roman: nezajàžljiv; Spanish: insaciable; Swedish: omättlig; Tocharian B: ontsoytte; Ukrainian: ненаситний