ῤάρος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> η [[γαστήρ]], η [[κοιλιά]]<br /><b>2.</b> το [[έμβρυο]]<br /><b>3.</b> το [[βρέφος]] που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>4.</b> ο [[ισχυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει [[ψιλή]] ως [[αιολικός]]].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> η [[γαστήρ]], η [[κοιλιά]]<br /><b>2.</b> το [[έμβρυο]]<br /><b>3.</b> το [[βρέφος]] που γεννήθηκε πρόωρα<br /><b>4.</b> ο [[ισχυρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει [[ψιλή]] ως [[αιολικός]]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>ein unzeitiges, zu früh geborenes Kind</i>, nach Anderen <i>der [[Bauch]], der [[Mutterleib]], VLL</i>; nach <i>B.A</i>. 693.11 [[äolisch]] = [[βρέφος]], und [[hiernach]], wie nach <i>Lex. de spiritu</i> bei Valcken <i>Amm</i>. p. 242 und A. [[ῤάρος]] mit dem [[spiritus]] lenis, zu [[schreiben]] (s. Ράρος). – Ruhnk. <i>ep. crit</i>. p. 181 zieht das [[ganze]] Wort in [[Zweifel]].
}}
}}

Revision as of 16:31, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῤάρος Medium diacritics: ῤάρος Low diacritics: ράρος Capitals: ΡΑΡΟΣ
Transliteration A: ráros Transliteration B: raros Transliteration C: raros Beta Code: r)a/ros

English (LSJ)

ὁ, a word found only in Gramm., expid. as = γαστηρ in EM 702.37, Suid.; as Aeol. for ἔμβρυον in Sch.D.T.p.143 H.; as = ἀμβλωθρίδιον βρέφος in Lex. de Spir.p.215 Valck.; as = ἰσχυρός (cf. ῥωρός), Hsch., Phot., Suid. [The breathing is smooth, as in Ρᾶρος, Sch.D.T. and Lex. de Spir. ll. cc.]

Greek (Liddell-Scott)

ῤάρος: ὁ, λέξις εὑρισκομένη μόνον παρὰ τοῖς γραμμ., καὶ ἑρμηνευομένη ὡς = γαστὴρ παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 702. 37, Σουΐδ.· ὡς Αἰολικὸν ἀντὶ βρέφος ἐν Α. Β. 693· ὡς = ἀμβλωθρίδιον βρέφος ἐν Λεξικῷ περὶ Πνευμάτων Valck. σ. 242· ὡς = ἰσχυρὸς (πρβλ. ῥωρός), Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ. [Ψιλοῦται ὡς τὸ ’Ρᾶρος, Α. Β., καὶ Λεξικ. περὶ Πνευμάτων ἔνθ’ ἀνωτ.].

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. η γαστήρ, η κοιλιά
2. το έμβρυο
3. το βρέφος που γεννήθηκε πρόωρα
4. ο ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς. Ο τ. εμφανίζει ψιλή ως αιολικός].

German (Pape)

ὁ, ein unzeitiges, zu früh geborenes Kind, nach Anderen der Bauch, der Mutterleib, VLL; nach B.A. 693.11 äolischβρέφος, und hiernach, wie nach Lex. de spiritu bei Valcken Amm. p. 242 und A. ῤάρος mit dem spiritus lenis, zu schreiben (s. Ράρος). – Ruhnk. ep. crit. p. 181 zieht das ganze Wort in Zweifel.