κρόκεος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κρόκεος -ον [κρόκος] saffraankleurig.
|elnltext=κρόκεος -ον [κρόκος] saffraankleurig.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κρόκεος]], ον [[κρόκος]]<br />[[saffron]]-coloured, Pind., Eur.
|mdlsjtxt=[[κρόκεος]], ον [[κρόκος]]<br />[[saffron]]-coloured, Pind., Eur.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[saffranartig]], [[saffrangelb]]</i>; [[εἷμα]] Pind. <i>P</i>. 4.413; [[πέπλος]] Eur. <i>Hec</i>. 468; πέταλα <i>Ion</i> 889; ἀστέρων [[κρόκεος]] [[ὄχος]] <i>Tr</i>. 856; Sp., wie Philodem. (X.21).
}}
}}

Revision as of 16:40, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόκεος Medium diacritics: κρόκεος Low diacritics: κρόκεος Capitals: ΚΡΟΚΕΟΣ
Transliteration A: krókeos Transliteration B: krokeos Transliteration C: krokeos Beta Code: kro/keos

English (LSJ)

ον, (κρόκος) saffron-coloured, Pi.P.4.232 (nisi leg. κροκόεν), E.Hec.468 (lyr.), Ion889 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a la couleur du safran.
Étymologie: κρόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρόκεος -ον [κρόκος] saffraankleurig.

Russian (Dvoretsky)

κρόκεος: шафранового цвета, шафранный (εἷμα Pind.; πέπλος, πέταλα Eur.).

English (Slater)

κρόκεος saffron ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἶμα (v.l. κροκόεν) (P. 4.232)

Greek Monolingual

κρόκεος, -ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, -ίη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -εος / -ήϊος (πρβλ. χάλκ-εος / χαλκ-ήϊος, κεράμ-εος / κεραμ-ήϊος)].

Greek Monotonic

κρόκεος: -ον (κρόκος), αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

κρόκεος: -ον, (κρόκος) ἔχων τὸ χρῶμα κρόκου, Πινδ. Π. 4. 412, Εὐριπ. Ἑκάβ. 468, κτλ.

Middle Liddell

κρόκεος, ον κρόκος
saffron-coloured, Pind., Eur.

German (Pape)

saffranartig, saffrangelb; εἷμα Pind. P. 4.413; πέπλος Eur. Hec. 468; πέταλα Ion 889; ἀστέρων κρόκεος ὄχος Tr. 856; Sp., wie Philodem. (X.21).