συννέφω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συννέφω, Att. ook ξυννέφω [συννεφής] met wolken bedekken; onpers.: συννέφει het is bewolkt; Aristot. Rh. 1393a6; overdr. somber kijken:. συννέφουσαν ὄμματα met sombere blik in de ogen Eur. El. 1078.
|elnltext=συννέφω, Att. ook ξυννέφω [συννεφής] met wolken bedekken; onpers.: συννέφει het is bewolkt; Aristot. Rh. 1393a6; overdr. somber kijken:. συννέφουσαν ὄμματα met sombere blik in de ogen Eur. El. 1078.
}}
{{pape
|ptext== [[συννεφέω]]; Suid. führt aus Ar. συννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ an; διὰ τί συννένοφε, <i>[[finster]] aussehn</i>, DC. 55.11.
}}
}}

Revision as of 16:41, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέφω Medium diacritics: συννέφω Low diacritics: συννέφω Capitals: ΣΥΝΝΕΦΩ
Transliteration A: synnéphō Transliteration B: synnephō Transliteration C: synnefo Beta Code: sunne/fw

English (LSJ)

pf. συννένοφα:—A collect clouds, Ζεὺς ξυννέφει Ar.Av.1502; σ. τὸ περιέχον Plu.2.641d: impers. συννέφει, it is cloudy, εἰ συννέφει, εἰκὸς ὁ̄σαι Arist.Rh.1393a6; ξυννένοφε Ar.Fr. 46. 2 trans., συννεφεῖν (leg. -νέφειν) νεφέλας ἐπὶ τὴν γῆν LXX Ge.9.14. II metaph. of persons, συννέφουσαν ὄμματα wearing a dark and gloomy look, E.El.1078; κύψασα κάτω καὶ ξυννενοφυῖα βαδίζει Ar.Fr.395 (anap.), cf. Philostr.VS1.18.1; ἐπερωτηθεὶς διὰ τί συννένοφε D.C.55.11. 2 to be under a cloud, in adversity, opp. εὐτυχεῖν, E.Fr.330.7. (συννεφεῖ, etc., codd., corr. Cobet.)

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυννέφω Α
1. συγκεντρώνω νέφη, καλύπτω με σκοτεινιά (α. «τοῖς ἐπὶ τῶν λύχνων φαινομένοις μύκησι συγχεῖσθαι καὶ συννέφειν τὸ περιέχον», Πλούτ.
β. «Ζεὺς ξυννέφει», Αριστοφ.)
2. απρόσ. συννέφει
ο καιρός γίνεται νεφελώδης, έχει συννεφιά («καὶ ξυννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ μάλ' εὖ», Αριστοφ.)
3. (για πρόσ.) γίνομαι σκυθρωπός, έχω λυπημένη ή δυσαρεστημένη έκφραση («ὡς εἶδεν αὐτὸν σκυθρωπάσαντα, ἤρετο διὰ τί συννένοφεν», Δίων Κάσσ)
4. μτφ. ζω μαύρη ζωή, δυστυχώ («οὕτω δὲ θνητῶν σπέρμα τῶν μὲν εὐτυχεῖ λαμπρᾷ γαλήνῃ, τῶν δὲ συννέφει πάλιν, ζῶσιν τε ἐν κακοῖσιν», Ευ ρ.)
5. φρ. «συννεφῶ ὄμματα» — έχω μάτια σκοτεινά, έχω θλιμμένο βλέμμα (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το επίθ. συννεφής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννέφω, Att. ook ξυννέφω [συννεφής] met wolken bedekken; onpers.: συννέφει het is bewolkt; Aristot. Rh. 1393a6; overdr. somber kijken:. συννέφουσαν ὄμματα met sombere blik in de ogen Eur. El. 1078.

German (Pape)

συννεφέω; Suid. führt aus Ar. συννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ an; διὰ τί συννένοφε, finster aussehn, DC. 55.11.