διλογία: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δῐλογία, ἡ, <i>n</i><br />[[repetition]], Xen. [from [[δίλογος]] | |mdlsjtxt=δῐλογία, ἡ, <i>n</i><br />[[repetition]], Xen. [from [[δίλογος]] | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das [[Zweimalsagen]], die [[Wiederholung]]</i>, Xen. <i>Hipp</i>. 8.2 und Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:41, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, repetition, X.Eq.8.2: as a rhetorical figure, Demetr.Eloc.211.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 repetición, redundancia en el discurso hablado o escrito, X.Eq.8.2, πολλάκις καὶ ἡ δ. ἐνάργειαν ποιεῖ μᾶλλον ἢ τὸ ἅπαξ λέγειν Demetr.Eloc.211, ἔχει δὲ καὶ διλογίαν ‘ἔτας’ καὶ ‘ἑταίρους’ Sch.Er.Il.7.295a, cf. 12.77a.
2 ambigüedad como figura ret. dilogia dicitur figura cum ambiguum dictum duas res significat Ps.Ascon.in Verr.214.28, cf. Donat.Ter.Eu.1089, glos. a διφασία Hsch.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
répétition, redite.
Étymologie: δίλογος.
Russian (Dvoretsky)
διλογία: ἡ повторение сказанного Xen.
Greek (Liddell-Scott)
δῐλογία: ἡ, ἐπανάληψις, Ξεν. Ἱππαρχικ. 8, 2.
Greek Monolingual
η (AM διλογία) δίλογος
1. επανάληψη λέξης ή φράσης (και ως ρητορικό σχήμα)
νεοελλ.
1. διφορούμενη, αμφίβολη έννοια λόγου
2. θεατρικό έργο που απαρτίζεται από δύο ξεχωριστά δράματα ή έχει διπλή υπόθεση
αρχ.
αντίφαση στα λόγια, διφασία.
Greek Monotonic
δῐλογία: ἡ, επανάληψη, σε Ξεν.
Middle Liddell
δῐλογία, ἡ, n
repetition, Xen. [from δίλογος
German (Pape)
ἡ, das Zweimalsagen, die Wiederholung, Xen. Hipp. 8.2 und Sp.