νηπιότης: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νηπιότης]], ητος, ἡ, [from [[νήπιος]]<br />[[childhood]], [[childishness]], Plat.
|mdlsjtxt=[[νηπιότης]], ητος, ἡ, [from [[νήπιος]]<br />[[childhood]], [[childishness]], Plat.
}}
{{pape
|ptext=ητος, ἡ, <i>[[Kindheit]], [[Unmündigkeit]], kindisches [[Wesen]], [[Torheit]]</i>; παιδίας καὶ νηπιότητος χάριν, Plat. <i>Legg</i>. VII.808e; Sp., wie Luc. <i>Halc</i>. 3; ἀπὸ νηπιότητος, S.Emp. <i>adv. math</i>. 24, <i>von [[Kindheit]] an</i>.
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐότης Medium diacritics: νηπιότης Low diacritics: νηπιότης Capitals: ΝΗΠΙΟΤΗΣ
Transliteration A: nēpiótēs Transliteration B: nēpiotēs Transliteration C: nipiotis Beta Code: nhpio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A childhood, infancy, Arist.Pr.896b6. II childishness, Pl.Lg.808e, J.AJ1.19.3, 2.9.7; ν. φρενῶν Luc.Halc. 3.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
enfantillage, puérilité.
Étymologie: νήπιος.

Russian (Dvoretsky)

νηπιότης: ητος ἡ
1) раннее детство, детский возраст, младенчество (ἀπὸ νηπιότητος Sext.);
2) детская игра: παιδίας καὶ νηπιότητος χάριν Plat. по малолетству;
3) ребяческий характер (φρενῶν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

νηπιότης: -τητος, ἡ, νηπιακὴ ἡλικία, Ἀριστ. Προβλ. 10. 50. ΙΙ. τὸ παιδαριῶδες, Πλάτ. Νόμ. 808Ε· ν. φρενῶν Λουκ. Ἁλκ. 3.

Greek Monolingual

νηπιότης, ἡ (ΑΜ) νήπιος
η περίοδος της βρεφικής ή νηπιακής ηλικίας του ανθρώπου
αρχ.
1. (κατ' επέκτ.) η παιδική ηλικία
2. παιδαριώδης τρόπος συμπεριφοράς, παιδαριωδία, ανοησία
3. παιδική αθωότητα
4. το να έχει εισέλθει κανείς για πρώτη φορά στη ζωή της χριστιανικής Εκκλησίας.

Greek Monotonic

νηπιότης: -ητος, ἡ, παιδική, νηπιακή ηλικία, παιδαριώδης συμπεριφορά, παιδικότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

νηπιότης, ητος, ἡ, [from νήπιος
childhood, childishness, Plat.

German (Pape)

ητος, ἡ, Kindheit, Unmündigkeit, kindisches Wesen, Torheit; παιδίας καὶ νηπιότητος χάριν, Plat. Legg. VII.808e; Sp., wie Luc. Halc. 3; ἀπὸ νηπιότητος, S.Emp. adv. math. 24, von Kindheit an.