εὐφορβία: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐφορβία]], ἡ (Α) [[εύφορβος]]<br />καλή, άφθονη [[τροφή]] ζώων («σφαδάζεις [[πῶλος]] ὥς εὐφορβίᾳ [[γαστήρ]] τε γάρ σου καὶ [[γνάθος]] [[πλήρης]]», <b>Σοφ.</b>).<br />η (ΑΜ [[εὐφόρβιον]], τὸ [[Εύφορβος]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού (κν. [[γαλατσίδα]])<br /><b>2.</b> ο [[γαλακτώδης]] [[χυμός]] του φυτού [[αυτού]]. | |mltxt=[[εὐφορβία]], ἡ (Α) [[εύφορβος]]<br />καλή, άφθονη [[τροφή]] ζώων («σφαδάζεις [[πῶλος]] ὥς εὐφορβίᾳ [[γαστήρ]] τε γάρ σου καὶ [[γνάθος]] [[πλήρης]]», <b>Σοφ.</b>).<br />η (ΑΜ [[εὐφόρβιον]], τὸ [[Εύφορβος]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού (κν. [[γαλατσίδα]])<br /><b>2.</b> ο [[γαλακτώδης]] [[χυμός]] του φυτού [[αυτού]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>gute [[Nahrung]]</i>, Soph. frg. 727. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, high feeding, σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ S.Fr. 848.
Russian (Dvoretsky)
εὐφορβία: ἡ хороший или обильный корм Soph. ap. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφορβία: ἡ, πολυτροφία, σφαδᾳζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ, γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης Σοφ. Ἀποσπ. 727 (Πλούτ. 2, 280F).
Greek Monolingual
εὐφορβία, ἡ (Α) εύφορβος
καλή, άφθονη τροφή ζώων («σφαδάζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης», Σοφ.).
η (ΑΜ εὐφόρβιον, τὸ Εύφορβος
1. είδος φυτού (κν. γαλατσίδα)
2. ο γαλακτώδης χυμός του φυτού αυτού.
German (Pape)
ἡ, gute Nahrung, Soph. frg. 727.