τρισάθλιος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (pape replacement)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.
|elnltext=τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρισ-άθλιος, η, ον<br />[[thrice]]-[[unhappy]], Soph., etc.
|mdlsjtxt=τρισ-άθλιος, η, ον<br />[[thrice]]-[[unhappy]], Soph., etc.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[dreimal]], d.i. sehr [[unglücklich]]</i>, Soph. <i>O.C</i>. 373 und Sp., wie Luc. <i>Gall</i>. 24; auch [[getrennt]] [[geschrieben]].
}}
}}

Revision as of 16:56, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάθλιος Medium diacritics: τρισάθλιος Low diacritics: τρισάθλιος Capitals: ΤΡΙΣΑΘΛΙΟΣ
Transliteration A: trisáthlios Transliteration B: trisathlios Transliteration C: trisathlios Beta Code: trisa/qlios

English (LSJ)

α, ον, thrice-unhappy, S.OC372, Ar.Pax242, Men. Pk.150, Mis.40, Fr.302, etc.: also in late Prose, as Luc.Gall.24, Theo Sm.p.100 H.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
trois fois malheureux, très malheureux.
Étymologie: τρίς, ἄθλιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάθλιος: трижды, т. е. крайне несчастный Soph., Arph., Men., Luc.

Greek Monolingual

-α, -ο / τρισάθλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ.
β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.)
νεοελλ.
1. κακοηθέστατος
2. φρ. «ελεεινός και τρισάθλιος» — κατώτατης ποιότητας από κάθε άποψη.
επίρρ...
τρισαθλίως ΝΜΑ, και τρισάθλια Ν
με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο
νεοελλ.
ελεεινότατα, κακοηθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄθλιος.

Greek Monotonic

τρισάθλιος: -α, -ον, πανάθλιος, τρεις φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάθλιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς ἄθλιος, πανάθλιος, Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.

Middle Liddell

τρισ-άθλιος, η, ον
thrice-unhappy, Soph., etc.

German (Pape)

dreimal, d.i. sehr unglücklich, Soph. O.C. 373 und Sp., wie Luc. Gall. 24; auch getrennt geschrieben.