ἀκρατισμός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκρατισμός]], ο (AM) [[ἀκρατίζω]] -ομαι<br />το να προγευματίζει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.</b><br />το να τρώει [[κανείς]] το [[γεύμα]] του. | |mltxt=[[ἀκρατισμός]], ο (AM) [[ἀκρατίζω]] -ομαι<br />το να προγευματίζει [[κάποιος]]<br /><b>μσν.</b><br />το να τρώει [[κανείς]] το [[γεύμα]] του. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ρᾱ], ὁ, <i>das [[Frühstücken]]</i>, Ath. I.11d. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:56, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, breakfasting, Ath.1.11d, v.l. in Theoc.1.51 (ap.Sch.).
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ desayuno Ath.11d.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
petit-déjeuner.
Étymologie: ἀκρατίζομαι.
Par. ἀκράτισμα, ἄριστον², δεῖπνον, δόρπον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱτισμός: ὁ, = τὸ ἀκρατίζεσθαι, προγευματίζειν, Ἀθήν. 11D.
Greek Monolingual
ἀκρατισμός, ο (AM) ἀκρατίζω -ομαι
το να προγευματίζει κάποιος
μσν.
το να τρώει κανείς το γεύμα του.
German (Pape)
[ρᾱ], ὁ, das Frühstücken, Ath. I.11d.