δικελλίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δῐκελλ¯ίτης, ου, <i>n</i> [from [[δίκελλα]]<br />a [[digger]], Luc.
|mdlsjtxt=δῐκελλ¯ίτης, ου, <i>n</i> [from [[δίκελλα]]<br />a [[digger]], Luc.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der mit der [[δίκελλα]] hacht od. gräbt</i>, Luc. <i>Tim</i>. 8.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικελλίτης Medium diacritics: δικελλίτης Low diacritics: δικελλίτης Capitals: ΔΙΚΕΛΛΙΤΗΣ
Transliteration A: dikellítēs Transliteration B: dikellitēs Transliteration C: dikellitis Beta Code: dikelli/ths

English (LSJ)

[λῑ], ου, ὁ, a digger, Luc.Tim.8.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cavador Luc.Tim.8.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.

Russian (Dvoretsky)

δικελλίτης: ου (ῑτ) ὁ вооруженный двузубой киркой Luc.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.

Greek Monolingual

δικελλίτης, ο (Α)
ο δικελλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκελλα + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].

Greek Monotonic

δῐκελλίτης: [λῑ], -ου, ὁ, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Λουκ.

Middle Liddell

δῐκελλ¯ίτης, ου, n [from δίκελλα
a digger, Luc.

German (Pape)

ὁ, der mit der δίκελλα hacht od. gräbt, Luc. Tim. 8.