ἀκτένιστος: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=[[ἀκτένιστος]] -ον [ἀ-, [[κτενίζω]] ongekamd. | |elnltext=[[ἀκτένιστος]] -ον [ἀ-, [[κτενίζω]] ongekamd. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[κόμη]], <i>[[ungekämmt]]</i>, Soph. <i>O.C</i>. 1263. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, uncombed, κόμη S.OC1261, Sch.A.R.1.60.
Spanish (DGE)
-ον
despeinado κόμη S.OC 1261, cf. Philaenis en POxy.2891.1.2.3, Sch.A.R.3.50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non peigné.
Étymologie: ἀ, κτενίζω.
Greek Monolingual
-η, -ο και αχτένιστος (AM ἀκτένιστος, -ον) κτενίζω
αυτός που δεν χτενίστηκε, ακατάστατος, ξεχτένιστος
(νεολλ.)
1. (για τρίχες, νήματα κ.λπ.) αυτός που δεν τον επεξεργάστηκαν με ειδικό εργαλείο, με το χτένι, ο αλανάριστος,
2. (για λόγο, σύγγραμμα κ.λπ.) ο μη επεξεργασμένος με προσοχή και επιμέλεια, αφρόντιστος, παραμελημένος, μισοτελειωμένος.
Greek Monotonic
ἀκτένιστος: -ον (κτενίζω), αχτένιστος, ατημέλητος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτένιστος: не(при)чесанный (κόμη Soph.).
Middle Liddell
κτενίζω
uncombed, unkempt, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκτένιστος -ον [ἀ-, κτενίζω ongekamd.