ἀκαταμέτρητος: Difference between revisions
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμέτρητος]], -ον) [[καταμετρῶ]]<br />όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί<br />«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο [[πλήθος]]». | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκαταμέτρητος]], -ον) [[καταμετρῶ]]<br />όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί<br />«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο [[πλήθος]]». | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unermeßlich]]</i>, Strabo. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, unmeasured, Eratosth. ap. Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.
Spanish (DGE)
-ον
no medido Eratosth. en Str.2.1.21, Nicom.Ar.1.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταμέτρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταμετρήσῃ ἢ ὁ μὴ καταμετρηθείς, Στράβ. 77, Νικόμ. Γερασ. 1. 77.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκαταμέτρητος, -ον) καταμετρῶ
όποιος δεν έχει καταμετρηθεί ή δεν μπορεί να καταμετρηθεί
«ακαταμέτρητα ψηφοδέλτια», «ακαταμέτρητο πλήθος».
German (Pape)
unermeßlich, Strabo.