πλάνημα: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πλάνημα:''' ατος (ᾰν) τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''πλάνημα:''' ατος (ᾰν) τό<br /><b class="num">1</b> [[блуждание]], [[скитание]] Aesch.;<br /><b class="num">2</b> [[спутанность]], [[смятение]] (ψυχῆς Soph.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:30, 25 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, wandering, A.Pr. 828; π. ψυχῆς S.OT727.
German (Pape)
[Seite 624] τό, 1) das Irren, der Irrgang; ψυχῆς πλάνημα καὶ ἀνακίνησις φρενῶν, Soph. O. R. 727; τέρμα σῶν πλανημάτων, Aesch. Prom. 830. – 2) übertr., der Irrthum, Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 action d'errer;
2 fig. égarement.
Étymologie: πλανάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλάνημα -ατος, τό [~ πλανάω] omzwerving:. ψυχῆς π. geestelijke onrust Soph. OT 727.
Russian (Dvoretsky)
πλάνημα: ατος (ᾰν) τό
1 блуждание, скитание Aesch.;
2 спутанность, смятение (ψυχῆς Soph.).
Greek Monolingual
τὸ, Α πλανώμαι
(ποιητ. τ.)
1. περιπλάνηση («πρὸς αὐτό δ' εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων», Αισχύλ.)
2. μτφ. ανησυχία («ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν», Σοφ.).
Greek Monotonic
πλάνημα: [ᾰ], -ατος, τό, περιπλάνηση, σε Αισχύλ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πλάνημα: [ᾰ], τό, πλάνη, περιπλάνησις, Αἰσχύλ. Πρ. 828· πλ. ψυχῇς Σοφ. Ο. Τ. 727.
Middle Liddell
πλᾰ́νημα, ατος, τό,
a wandering, Aesch., Soph.