σιναμωρέω: Difference between revisions

From LSJ

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῐνᾰμωρέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[повреждать]], [[разорять]] (πόλιν Her.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[использовать]], [[вкушать]] (γυνὴ σιναμωρουμένη Xen.).
|elrutext='''σῐνᾰμωρέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[повреждать]], [[разорять]] (πόλιν Her.);<br /><b class="num">2</b> перен. [[использовать]], [[вкушать]] (γυνὴ σιναμωρουμένη Xen.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:04, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐνᾰμωρέω Medium diacritics: σιναμωρέω Low diacritics: σιναμωρέω Capitals: ΣΙΝΑΜΩΡΕΩ
Transliteration A: sinamōréō Transliteration B: sinamōreō Transliteration C: sinamoreo Beta Code: sinamwre/w

English (LSJ)

ravage or destroy wantonly, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίαν πόλιν σιναμωρέειν Hdt.1.152, cf. 8.35: intr., Phld.Herc.1457.12; σ. ἔς τι Paus 2.32.3:—Pass., to be treated wantonly, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar.Nu.1070.

German (Pape)

[Seite 882] beschädigen, verletzen, verheeren, verwüsten; τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν, Her. 1, 152; ὅσα ἐπέσχον τῆς Φωκίδος, πάντα ἐσιναμώρεον, 8, 35. – Bei den Attikern = benaschen, aus Näscherei heimlich entwenden, u. übertr. nach verstohlenem Liebesgenuß lüstern sein, γυνὴ σιναμωρουμένη χαίρει Ar. Nubb. 1053, das Weib läßt sich gern benaschen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 gâter ; piller, dévaster, acc.;
2 mâchonner par gourmandise.
Étymologie: σινάμωρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιναμωρέω [σινάμωρος] Ion. imperf. 3 plur. ἐσιναμώρεον, verwoesten, schaden; seks. pass.. σιναμωρεῖσθαι bruut genomen worden Aristoph. Nub. 1070.

Russian (Dvoretsky)

σῐνᾰμωρέω:
1 повреждать, разорять (πόλιν Her.);
2 перен. использовать, вкушать (γυνὴ σιναμωρουμένη Xen.).

Greek Monotonic

σῐνᾰμωρέω: μέλ. -ήσω (σινάμωρος), λυμαίνομαι ή προκαλώ τον όλεθρο με ακόλαστο τρόπο, αφανίζω, σε Ηρόδ. — Παθ., γίνομαι θύμα ακόλαστης μεταχείρισης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐνᾰμωρέω: (σινάμωρος) βλάπτω, λυμαίνομαι, καταστρέφω ἀκολάστως, τῆς Ἑλλάδος μηδεμίην πόλιν σιναμωρέειν Ἡρόδ. 1. 152, πρβλ. 8. 35· ὡσαύτως ἀμεταβ., σ. ἔς τι Παυσ. 2. 32, 3· ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις ἀκολάστως, αἰσχρῶς, λάγνως, γυνὴ συναμωρουμένη χαίρει Ἀριστοφ. Νεφ. 1070.

Middle Liddell

σῐνᾰμωρέω, fut. -ήσω σινάμωρος
to ravage or destroy wantonly, Hdt.:—Pass. to be treated wantonly, Ar.