ἀναξαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναξαίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> (вновь), [[растравлять]], [[бередить]], (λύπην Babr.);<br /><b class="num">2)</b> [[возобновлять]] (ἀναξαινομένη [[διαφορά]] Polyb., Plut.).
|elrutext='''ἀναξαίνω:'''<br /><b class="num">1</b> (вновь), [[растравлять]], [[бередить]], (λύπην Babr.);<br /><b class="num">2</b> [[возобновлять]] (ἀναξαινομένη [[διαφορά]] Polyb., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:22, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξαίνω Medium diacritics: ἀναξαίνω Low diacritics: αναξαίνω Capitals: ΑΝΑΞΑΙΝΩ
Transliteration A: anaxaínō Transliteration B: anaxainō Transliteration C: anaksaino Beta Code: a)nacai/nw

English (LSJ)

tear open, ἀ. λύπην Babr.12.24, Antyll. ap. Orib.44.23.4, Them.Or.7.98c; τὰ-οντα φάρμακα Phld.Ir.p.60 W.(dub.):—Pass., of evils, break out afresh, Plb.27.7.6; εἰς κάκωσιν ἀ. Plu.2.610d, cf. Dem. 17: but ἀναξανθεῖσαι τοὺς στομάχους, of those whose appetite is stimulated afresh, Alciphr.Fr.6.18.

Spanish (DGE)

I v. act. cardar de nuevo τὸ ἔριον Gp.18.16.1
desgarrar de nuevo, abrir de nuevo τραῦμα Them.Or.7.98b
fig. renovar, traer al recuerdo λύπην παλαιῶν συμφορών Babr.12.24.
II v. med.
1 abrirse, surgir de nuevo διαφορά Plb.27.7.6, κάκωσις Plu.2.610d, cf. Dem.17.
2 estimular en v. pas. ἀναξανθεῖσαι τοὺς στομάχους Alciphr.4.13.18.

German (Pape)

[Seite 200] wieder aufkratzen, wieder erneuern, refricare, z. B. Schmerz, Sp.; im pass., von Wunden, wieder aufbrechen; auch διαφορά, Pol. 27, 6; vgl. Plut. Dem. 17.

French (Bailly abrégé)

rouvrir une plaie en la frottant ou en la grattant.
Étymologie: ἀνά, ξαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναξαίνω:
1 (вновь), растравлять, бередить, (λύπην Babr.);
2 возобновлять (ἀναξαινομένη διαφορά Polyb., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξαίνω: ξαίνω ἐκ νέου, ἀναξαίνω, ἀφαιρῶ τὴν ἐπιδερμίδα ἕλκους ἐπουλωθέντος, μεταφ., ἐπαναφέρω εἰς τὴν μνήμην, ὡς τὸ Λατ. vulnus refricare, «λύπην παλαιῶν συμφορῶν ἀναξαίνει» Βαβρ. 12. 23, Θεμίστ.: - καὶ ἐν τῷ παθ., ἀναξαινομένης τῆς διαφορᾶς Πολύβ. 27. 6, 6· εἰς κάκωσιν ἀναξαινόμενον Πλούτ. 2. 610C. - «ἀναξαίνην, ἀνακινεῖν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀναξαίνω) ξαίνω
νεοελλ.
1. ξαίνω μάλλινο ύφασμα για να αποκτήσει χνούδι
2. ξαίνω το μετάξι με το λανάρι και σχηματίζω τουλούπα
αρχ.
1. (για τραύμα) ανοίγω πάλι, ξαναξύνω, αποξύνω
2. αναζωπυρώνω, ανακινώ, ανανεώνω.

Greek Monotonic

ἀναξαίνω: μέλ. -ξᾰνῶ, ανοίγω, ξύνω πληγή, σε Βάβρ.

Middle Liddell

to tear open, a wound, Babr.