ἐπίμομφος: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίμομφος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[достойный порицания]], [[зловещий]], [[дурной]] ([[ἄτη]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[порицающий]] (ἐπίμομφον εἶναι τινι Eur.).
|elrutext='''ἐπίμομφος:'''<br /><b class="num">1</b> [[достойный порицания]], [[зловещий]], [[дурной]] ([[ἄτη]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[порицающий]] (ἐπίμομφον εἶναι τινι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:15, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίμομφος Medium diacritics: ἐπίμομφος Low diacritics: επίμομφος Capitals: ΕΠΙΜΟΜΦΟΣ
Transliteration A: epímomphos Transliteration B: epimomphos Transliteration C: epimomfos Beta Code: e)pi/momfos

English (LSJ)

ον, A inclined to blame, φίλοις E.Rh.327. II. blameable, unlucky, A.Ag. 553; ἐπίμομφον ἄταν dub.l., Id.Ch.830 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 964] tadelnswerth, περαίνων ἐπίμομφον ἄταν Aesch. Ch. 817, vgl. Ag. 539 τὰ μέν τις ἂν λέξειεν εὐπετῶς ἔχειν, τάδ' αὖτε ἐπίμ., d. i. ungünstig, womit man nicht zufrieden ist. – Aber ἐπίμομφος εἶ φίλοις, = ἐπιμέμφει, Eur. Rhes. 327.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blâmable, regrettable.
Étymologie: ἐπιμέμφομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμομφος:
1 достойный порицания, зловещий, дурной (ἄτη Aesch.);
2 порицающий (ἐπίμομφον εἶναι τινι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμομφος: -ον, ὁ ἐπιμεμφόμενος, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐπιμέμφεταί τινα, νὰ ψέγῃ, Εὐρ. Ρῆσ. 327. ΙΙ. ὡς τὸ ἐπιμεμφής, ἐπίμεμπτος, ἐπὶ οἰωνῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 553· ἐπίμομφον ἄταν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 830.

Greek Monolingual

ἐπίμομφος, -ον (Α) επιμέμφομαι
1. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί
2. (για οιωνό) απαίσιος.

Greek Monotonic

ἐπίμομφος: -ον (μέμφομαι),·
I. αυτός που έχει την τάση να κατηγορεί, σε Ευρ.
II. αξιόμεμπτος, δυσοίωνος, άτυχος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπί-μομφος, ον μέμφομαι
I. inclined to blame, Eur.
II. blameable, unlucky, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=ἀξιοκατάκριτος) Ἀπό τό ἐπιμέμφομαι (ἐπί + μέμφομαι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μέμφομαι.