ὑποπίμπρημι: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑποπίμπρημι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[поджигать]] (τὴν ὕλην Her.; τὰς ἕδρας Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[сжигать]] (ὑποπρῆσαί τινας σὺν αὐτῇ τῇ πόλι Her.).
|elrutext='''ὑποπίμπρημι:'''<br /><b class="num">1</b> [[поджигать]] (τὴν ὕλην Her.; τὰς ἕδρας Arph.);<br /><b class="num">2</b> [[сжигать]] (ὑποπρῆσαί τινας σὺν αὐτῇ τῇ πόλι Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:50, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπίμπρημι Medium diacritics: ὑποπίμπρημι Low diacritics: υποπίμπρημι Capitals: ΥΠΟΠΙΜΠΡΗΜΙ
Transliteration A: hypopímprēmi Transliteration B: hypopimprēmi Transliteration C: ypopimprimi Beta Code: u(popi/mprhmi

English (LSJ)

aor. 1 -έπρησα (the only tense in Hdt.):—A set fire to, (ὕλην) Hdt.2.107; [τὰ φρύγανα] Id.4.69; ἤν τις ἐκείνας [τὰς ἕδρας] ὑποπίμπρῃσι Ar.Lys.348 (lyr.); the pres. also in Plu.Nic.16, Dio44. 2 burn as on a funeral-pyre, τινας Hdt.2.111, 3.45.

German (Pape)

[Seite 1228] (s. πίμπρημι), von unten od. allmälig anzünden; Ar. Lys. 348 im conj. praes.; aor., bei Her. 2, 107. 111.

French (Bailly abrégé)

f. ὑποπρήσω, ao. ὑπέπρησα, etc.
1 mettre le feu sous, acc.;
2 brûler peu à peu fig.
Étymologie: ὑπό, πίμπρημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπίμπρημι:
1 поджигать (τὴν ὕλην Her.; τὰς ἕδρας Arph.);
2 сжигать (ὑποπρῆσαί τινας σὺν αὐτῇ τῇ πόλι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπίμπρημι: μέλλ. -πρήσω· ἀόρ. α΄ -έπρησα (ὡς ἀεὶ παρ’ Ἡροδ.)· - ἐμβάλλω πῦρ κάτωθεν, πυρπολῶ, ἀνάπτω τι κάτωθεν, τὴν ὕλην Ἡρόδ. 2. 107· τὰ φρύγανα ὁ αὐτ. 4. 69· ἤν τις ἐκείνας [τὰς ἕδρας] ὑποπίμπρῃσι Ἀριστοφ. Λυσ. 348· ὁ ἐνεστ. ὡσαύτως ἐν Πλουτ. Νικ. 16, καὶ παρὰ Δίωνι 44. 2) καίω ὡς ἐπὶ νεκρικῆς πυρᾶς, ὑποπρῆσαι πάσας (δηλ. τὰς γυναῖκας) σὺν αὐτῇ τῇ πόλει Ἡρόδ. 2. 111., 3. 45.

Greek Monolingual

Α
βάζω φωτιά σε κάτι, πυρπολώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πίμπρημι «καίω, πυρπολώ»].

Greek Monotonic

ὑποπίμπρημι: μέλ. -πρήσω, αόρ. αʹ -έπρησα,
I. 1. ανάβω φωτιά κάτω από, τὴν ὕλην, σε Ηρόδ.
2. καίω όπως πάνω σε νεκρική πυρά, τινάς, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. -πρήσω aor1 -έπρησα
1. to set on fire below, τὴν ὕλην Hdt.
2. to burn as on a funeral-pyre, τινάς Hdt.