δεξίωσις: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''δεξίωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[радушный прием]], [[приветливое обхождение]] (δεξιώσεις καὶ ἀνακλήσεις Plut.);<br /><b class="num">2</b> искательство, домогательство, тж. интрига (ἔριδες καὶ φιλονεικίαι καὶ δεξιώσεις Plut.).
|elrutext='''δεξίωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[радушный прием]], [[приветливое обхождение]] (δεξιώσεις καὶ ἀνακλήσεις Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[искательство]], [[домогательство]], тж. [[интрига]] (ἔριδες καὶ φιλονεικίαι καὶ δεξιώσεις Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:53, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξίωσις Medium diacritics: δεξίωσις Low diacritics: δεξίωσις Capitals: ΔΕΞΙΩΣΙΣ
Transliteration A: dexíōsis Transliteration B: dexiōsis Transliteration C: deksiosis Beta Code: deci/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, offer of the right hand, greeting, Ph.1.478, 2.124(pl.), Plu.Alex.9(pl.), Pomp.79; canvassing, φιλονεικίαι καὶ δεξιώσεις ib.67 (pl.): metaph., greeting, τῶν διαστάντων Dam.Pr.83.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I acción de dar o tender la mano derecha c. gen. subjet. τοῦ νοσοῦντος para que le tomen el pulso, Marcellin.Puls.29
gener. estrechamiento de manos, saludo ἐντυχόντων ... τὸ μὲν πρῶτον ἦσαν φιλοφροσύναι καὶ δεξιώσεις Ph.2.124, cf. D.H.5.7, Plu.Alex.9, ἐπὶ τιμῇ καὶ δεξιώσει συνερχομένους Plu.Pomp.79, cf. D.C.61.3.4, al pueblo para solicitar votos, Plu.Cat.Mi.49.
II 1afabilidad, manifestación de afabilidad, acto de amistad φίλημα ... ἐπιπόλαιον καὶ ψιλὴν δεξίωσιν Ph.1.478, cf. Epiph.Const.Haer.68.10.3, ἀναγνωρισμὸς οὖσα (ἡ γνῶσις) τῶν διαστάντων καὶ δ. siendo (el conocimiento) un reconocimiento y una afabilidad entre los que están separados Dam.Pr.83
frec. en plu. αἱ πρὸς τοὺς ὑποπεπτωκότας τῷ κατὰ τὸν διωγμὸν πειρασμῷ δεξιώσεις la afabilidad hacia los que han sucumbido a la tentación en la persecución Eus.HE 4.15.47, cf. Eust.234.41
atenciones, favores περὶ τοὺς ἡμετέρους Eus.HE 8.1.2
consuelo, asistencia amable ὀσφραντικὰς τινας παρὰ τῶν ἰατρῶν λαμβάνουσι δεξιώσεις Basil.M.30.48A, σιγῶν δὲ τοῦτο, δεξιώσεις νῦν λάβῃς Chr.Pat.2274
en sent. neg. falsa amabilidad, hipocresía en una conspiración ἔριδες ἦσαν καὶ φιλονεικίαι καὶ δεξιώσεις Plu.Pomp.67.
2 acogida, agasajo, hospitalidad c. compl. de pers. δ. αἱ περὶ τοὺς ξένους Hld.7.23.2, cf. Hld.7.13.2, 17.2, I.AI 16.24 (cód.), Chrys.M.54.398, Gr.Naz.M.35.801C, Ast.Am.Hom.8.9.3, Eust.1007.17, ἡ παρὰ τραπέζαις δ. D.C.71.2.3, φιλόφρονος δ. Eus.VC 4.44, cf. LC 18, en sent. místico, Gr.Nyss.M.46.429A
como ac. int. Εὔδρομον ... ἐδεξιοῦντο πᾶσαν δεξίωσιν ofrecieron a Eudromo la acogida más amable Longus 4.5.2
c. gen. obj. de cosa o abstr. recepción, acogida λόγων Hsch.H.Hom.12.1.19, τῆς εὐχῆς Eus.Alex.Serm.M.86.357D, φονέων Ast.Am.Hom.9.8.2.

German (Pape)

[Seite 547] ἡ, das Darreichen der Rechten, a) zur Begrüßung, Plut. Pomp. 79; im plur. Num. 7. – b) zur Bewerbung um ein Amt, Plut. Pomp. 67.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
litt. action de tendre la main droite, d'où
1 affabilité, accueil aimable;
2 en mauv. part brigue, intrigue.
Étymologie: δεξιόομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξίωσις -εως, ἡ [δεξιόομαι] handdruk (met de rechterhand); het handjes schudden (om stemmen te winnen bij een verkiezingscampagne). uitbr. verwelkoming, ontvangst.

Russian (Dvoretsky)

δεξίωσις: εως ἡ
1 радушный прием, приветливое обхождение (δεξιώσεις καὶ ἀνακλήσεις Plut.);
2 искательство, домогательство, тж. интрига (ἔριδες καὶ φιλονεικίαι καὶ δεξιώσεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δεξίωσις: -εως, ἡ, τὸ ἐκτείνειν τὴν δεξιά, δεξιοῦσθαι, ἀσπάζεσθαι, χαιρετίζειν, Πλούτ. Ἀλεξ. 9, Πομπ. 79· - πρὸς ἐπίτευξιν ἀρχῆς τινος, Λατ. ambitus, αὐτόθι 67.

Greek Monotonic

δεξίωσις: -εως, ἡ (δεξιόομαι), χειραψία, ασπασμός, χαιρετισμός, Λατ. ambitus, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δεξιόομαι
a greeting, canvassing, Lat. ambitus, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=ἡ προσφορά τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ γιά χαιρετισμό). Ἀπό τό ρῆμα δεξιοῦμαι (=χαιρετῶ) πού παράγεται ἀπό τό δεξιός τοῦ δέχομαι. Ἐπίσης παράγωγο τοῦ δεξιοῦμαι εἶναι τό δεξίωμα (=εὐπρόσδεκτοςς πρᾶγμα). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό δέχομαι.