περιοδεία: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />voyage <i>ou</i> exploration autour ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> tournée de patrouille, ronde;<br /><b>2</b> action de parcourir un pays, un livre, <i>etc.</i>, pour étudier.<br />'''Étymologie:''' [[περιοδεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />voyage <i>ou</i> exploration autour ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> [[tournée de patrouille]], [[ronde]];<br /><b>2</b> action de parcourir un pays, un livre, <i>etc.</i>, pour étudier.<br />'''Étymologie:''' [[περιοδεύω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:20, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιοδεία Medium diacritics: περιοδεία Low diacritics: περιοδεία Capitals: ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ
Transliteration A: periodeía Transliteration B: periodeia Transliteration C: periodeia Beta Code: periodei/a

English (LSJ)

or περιοδ-ία, ἡ, A going round, circuit, Str.8.6.3,9.3.1. 2 patrolling, rounds, Aen.Tact.1.1 (pl.), al. II going through a subject, diligent study, Epicur.Ep.1p.4U.: pl., ib.p.32 U.; π. φυσική Phld. Rh.2.53 S. 2 medical practice, routine, ἐν π. Gal.17(1).518; κατὰ τὴν π. ἐν Ῥώμη Id.14.295.

German (Pape)

[Seite 584] ἡ, das Herumreisen, Herumgehen, der Umweg, Sp., wie Strab.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voyage ou exploration autour ; particul. :
1 tournée de patrouille, ronde;
2 action de parcourir un pays, un livre, etc., pour étudier.
Étymologie: περιοδεύω.

Russian (Dvoretsky)

περιοδεία:прохождение, изучение Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

περιοδεία: ἢ -οδία (οὐχὶ ὀρθῶς), ἡ τὸ περιοδεύειν, Στράβ. 369, 417, Γαλην. 2) περιπόλησις, κατόπτευσις, Αἰν. Τακτ. 22. 26. ΙΙ. ἐμβριθὴς μελέτη, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 83. ΙΙΙ. ἰατρικὴ θεραπεία, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ περιοδεύω
η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων»)
νεοελλ.
φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» — μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων κ.ά. καλλιτεχνικών συγκροτημάτων από τόπο σε τόπο για εμφανίσεις ενώπιον του κοινού, τουρνέ·

Greek Monotonic

περιοδεία: ή -οδία, ἡ (ὁδός), περιοδεία, κυκλική διαδρομή, σε Στράβ.

Middle Liddell

περι-οδεία, ορ -οδία, ἡ, ὁδός
a circuit, Strab.