ὀρεινόμος: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui habite les montagnes;<br /><b>2</b> qui paît sur les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[νέμω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui habite les montagnes]];<br /><b>2</b> qui paît sur les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], [[νέμω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:06, 28 November 2022
English (LSJ)
ον, (νέμω B) feeding on the hills, δέλφακες Anaxil. 12 (codd. Ath., but ὀρειονόμους is prob. cj.); αἴξ Thphr.HP9.18.3; mountam-ranging, Κενταύρων γέννα E.HF364 (lyr.); ὀ. πλάνη a roaming o'er the hills, AP6.107 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 371] auf den Bergen weidend, wohnend; Κενταύρων γέννα, Eur. Herc. Fur. 364; Anaxil. bei Ath. IX, 374 e; πλάνη, Philp. 8 (VI, 107), das Durchirren der Berge.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui habite les montagnes;
2 qui paît sur les montagnes.
Étymologie: ὄρος, νέμω.
Russian (Dvoretsky)
ὀρεινόμος: бродящий по горам (Κενταύρων γέννα Eur.): ἡ πλάνη ὀ. Anth. скитание по горам.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεινόμος: -ον, (νέμω Β) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων βοσκόμενος, δέλφαξ Ἀναξίλας ἐν «Κίρκῃ» 1 (Meineke ὀρειονόμους)· ὁ ἀνὰ τὰ ὄρη πλανώμενος, Κενταύρων γέννα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 364· πλάνη ὀρ., τὸ πλανᾶσθαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 6. 107.
Greek Monolingual
ὀρεινόμος και ὀρειονόμος, και ὀρεσσινόμος, -ον (Α, Μ ὀρεσινόμος, -ον)
1. αυτός που βόσκει στα όρη («ὀρεινόμος αἴξ», Θεόφρ.)
2. αυτός που συνέβη στα όρη ή αυτός που περιπλανιέται στα όρη ή που αναφέρεται στην περιπλάνηση ανά τα όρη (α. «τάν τ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων γένναν», Ευρ.
β. «τὴν ὀρεινόμον πλάνην» — την περιπλάνηση ανά τα όρη, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρειο- / ὀρεσσι- (βλ.λ. όρος [II]) + -νόμος].
Greek Monotonic
ὀρεινόμος: -ον (νέμω Β), αυτός που περιφέρεται στα βουνά για να βοσκήσει, σε Ευρ.