παράγγελσις: Difference between revisions
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παράγγελσις -εως, ἡ [παραγγέλλω] bevel, commando:. ἀπὸ παραγγέλσεως op een commando Xen. An. 4.1.5. | |elnltext=παράγγελσις -εως, ἡ [παραγγέλλω] [[bevel]], [[commando]]:. ἀπὸ παραγγέλσεως op een commando Xen. An. 4.1.5. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 20:05, 28 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, in war, transmission of orders, Th.5.66 (pl.), Pl.Lg.942b (pl.); ἀπὸ παραγγέλσεως πορεύεσθαι X.An.4.1.5.
German (Pape)
[Seite 474] ἡ, das Ankündigen, Befehlen, bes. bei den Soldaten, das Commando, Xen. ἀπὸ παραγγέλσεως πορευόμενοι, An. 4, 1, 5; καὶ ἐγείρεσθαι νυκτωρ εἰς τὰς φυλακὰς καὶ παραγγέλσεις, Plat. Legg. XII, 942 b.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
ordre, commandement ; ἀπὸ παραγγέλσεως XÉN par ordre du général (ordre verbal ou par signe et non au moyen de la trompette).
Étymologie: παραγγέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράγγελσις -εως, ἡ [παραγγέλλω] bevel, commando:. ἀπὸ παραγγέλσεως op een commando Xen. An. 4.1.5.
Russian (Dvoretsky)
παράγγελσις: εως ἡ (устное) приказание, распоряжение Thuc., Plat.: ἀπὸ παραγγέλσεως Xen. согласно приказу.
Greek (Liddell-Scott)
παράγγελσις: ἡ, ἐν πολέμῳ, πρόσταγμα, ὅπερ διεβιβάζετο ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἕτερον, Θουκ. 5. 66, Πλάτ. Νόμ. 942Β· ἀπὸ παραγγέλσεως πορεύεσθαι Ξεν. Ἀν. 4. 1, 5· πρβλ. παραγγέλλω, παράγγελμα.
Greek Monolingual
ή, Α παραγγέλλω
(στη διάρκεια πολέμου) διαβίβαση διαταγών με τη μέθοδο της μετάδοσής τους διαδοχικά από τον έναν στον άλλο.
Greek Monotonic
παράγγελσις: ἡ, λέγεται στον πόλεμο, πρόσταγμα, εντολή, σε Θουκ.· ἀπὸ παραγγέλσεως πορεύεσθαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
παρ-άγγελσις, εως, [from παραγγέλλω
in war, a giving the word of command, Thuc.; ἀπὸ παραγγέλσεως πορεύεσθαι Xen.