λᾶς: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=ὁ (=[[πέτρα]]). Ἀρχικά ἦταν λᾶϝας. Ἔχει σχέση μέ τά: [[λεύς]] (δωρ. [[τύπος]] [[ἀντί]] [[λᾶας]]), [[λεύω]] (=πετροβολῶ), [[λεύσιμος]]. Ἀπό τό [[λᾶας]] παράγωγα: [[λᾶϊγξ]] (=λιθάρι), λάινος (=[[πέτρινος]]), [[λατόμος]].
|mantxt=ὁ (=[[πέτρα]]). Ἀρχικά ἦταν λᾶϝας. Ἔχει σχέση μέ τά: [[λεύς]] (δωρ. [[τύπος]] [[ἀντί]] [[λᾶας]]), [[λεύω]] (=[[πετροβολῶ]]), [[λεύσιμος]]. Ἀπό τό [[λᾶας]] παράγωγα: [[λᾶϊγξ]] (=[[λιθάρι]]), λάινος (=[[πέτρινος]]), [[λατόμος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ὁ, att. zusammengezogen aus [[λᾶας]].
|ptext=ὁ, att. zusammengezogen aus [[λᾶας]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾶς Medium diacritics: λᾶς Low diacritics: λας Capitals: ΛΑΣ
Transliteration A: lâs Transliteration B: las Transliteration C: las Beta Code: la=s

English (LSJ)

v. λᾶας, Hsch.; v. λαστρυγυλίας.

French (Bailly abrégé)

v. λᾶας.

Greek (Liddell-Scott)

λᾶς: λᾶος, ὁ, λίθος, Ἀττ. συνῃρ. ἀντὶ λᾶας, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

λᾶς: λᾶος, ὁ, λίθος, πέτρα, Αττ. συνηρ. αντί λᾶας.

Mantoulidis Etymological

ὁ (=πέτρα). Ἀρχικά ἦταν λᾶϝας. Ἔχει σχέση μέ τά: λεύς (δωρ. τύπος ἀντί λᾶας), λεύω (=πετροβολῶ), λεύσιμος. Ἀπό τό λᾶας παράγωγα: λᾶϊγξ (=λιθάρι), λάινος (=πέτρινος), λατόμος.

German (Pape)

ὁ, att. zusammengezogen aus λᾶας.