ράσσω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί ράττω (=χτυπῶ, ρίχνω καταγῆς, [[συντρίβω]]). Ἀπό ρίζα ϝραγ → ράγ + j + ω = [[ράσσω]], ([[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ρήγνυμι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> ράγδην (=βίαια), ραγδαῖος (=[[ὁρμητικός]]), ρακτήριος, ρακτός (=[[τραχύς]]), [[σύρραξις]] (=σύγκρουση), καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[ρήγνυμι]].
|mantxt=καί ράττω (=χτυπῶ, ρίχνω καταγῆς, [[συντρίβω]]). Ἀπό ρίζα ϝραγ → ράγ + j + ω = [[ράσσω]], ([[ἔχει]] σχέση μέ τό [[ρήγνυμι]]).<br><b>Παράγωγα:</b> ράγδην (=[[βίαια]]), ραγδαῖος (=[[ὁρμητικός]]), ρακτήριος, ρακτός (=[[τραχύς]]), [[σύρραξις]] (=[[σύγκρουση]]), καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[ρήγνυμι]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 November 2022

Greek Monolingual

και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α
1. χτυπώ κάποιον, τον ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.)
2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ Θεὸς τοὺς ἐπανισταμένους ἐπὶ ὄρός Σιὼν ἐπ' αὺτόν», ΠΔ)
3. (για χορευτές) χτυπώ το έδαφος δυνατά με τα πόδια («πέδον ῥήσσωσι πόδεσσι», Απολλ. Ρόδ.)
4. κρούω, χτυπώ δυνατά («ῥήσσειν τύμπανα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. ῥάσσω (πιθ. < Fρᾶχ-, πρβλ. ῥαχ-ία) μπορεί πιθ. να αναχθεί σε μια ΙΕ ρίζα wrāĝh- «χτυπώ» και να συνδεθεί με ρωσ. raziti «χτυπώ», τσέχικο raz «χτύπημα». Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το ρ. ῥάσσω (< Fραχ-) συνδέεται με το ρ. ἀράσσω «ορμώ, χτυπώ δυνατά» με μια εναλλαγή μονοσύλλαβου - δισύλλαβου θέματος (Fρά-σσω: Fαρά-σσω) ανάλογη με αυτήν στα ρ. θρά-σσω: ταρά-σσω. Η άποψη, όμως, αυτή δεν θεωρείται πιθανή λόγω της απουσίας αρκτικού F- στο ρ. ἀράσσω (βλ. και λ. αράσσω). Στους μεταγενέστερους χρόνους η οικογένεια του ρ. ῥάσσω συγχεόταν συχνά με αυτήν του ρ. ῥήγνυμι «σπάζω» (ανάλογη σύγχυση παρατηρείται πιθ. και με τους σλαβ. τ., πρβλ. ρωσ. raziti «χτυπώ» και ρωσ. rezati «χτυπώ», αρχ. σλαβ. rězati «κόπτω»)].

Mantoulidis Etymological

καί ράττω (=χτυπῶ, ρίχνω καταγῆς, συντρίβω). Ἀπό ρίζα ϝραγ → ράγ + j + ω = ράσσω, (ἔχει σχέση μέ τό ρήγνυμι).
Παράγωγα: ράγδην (=βίαια), ραγδαῖος (=ὁρμητικός), ρακτήριος, ρακτός (=τραχύς), σύρραξις (=σύγκρουση), καί γιά ἄλλα παράγωγα δές στό ρῆμα ρήγνυμι.