πεδήτης: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πεδήτης -ου, ὁ [πεδάω] geboeid man. | |elnltext=πεδήτης -ου, ὁ [πεδάω] [[geboeid man]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:49, 29 November 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, Pass., A one fettered, prisoner, Ar.Fr.65, Herod.3.69, LXX Wi.17.2, Plu.2.165e, Luc.Sat.10, etc.: in plural, title of play by Call. Com. (Fr.2 D.). II at Samos, building in which certain fetters were kept, Plu.2.303e.
German (Pape)
[Seite 541] ὁ, der Gefesselte, Gefangene; Plut. superst. 3; Luc. Cronosol. 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui à qui on met souvent les entraves, càd mauvais esclave.
Étymologie: πεδάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεδήτης -ου, ὁ [πεδάω] geboeid man.
Russian (Dvoretsky)
πεδήτης: ου ὁ закованный в цепи, пленник Arph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
πεδήτης: -ου, ὁ, Παθ., ὁ πεπεδημένος, δεδεσμευμένος, δεσμώτης, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 720, Πλούτ. 2. 165D, Λουκ. Κρον. 1, κτλ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. δέσμιος, δεσμώτης
2. οικοδόμημα στη Σάμο όπου υπήρχαν δεσμά
3. στον πληθ. Πεδῆται
τίτλος έργου του κωμικού Καλλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + επίθημα -ήτης (πρβλ. σκην-ήτης)].
Greek Monotonic
πεδήτης: -ου, ὁ (πεδάομαι), δεσμώτης, φυλακισμένος, σε Λουκ.