πολύρροθος: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύρροθος -ον [πολύς, ῥόθος] met veel lawaai. | |elnltext=πολύρροθος -ον [πολύς, ῥόθος] [[met veel lawaai]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:50, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, = πολυρρόθιος (much-dashing, loud-roaring, buffeted by many waves), φροίμια π. the cries of many voices, A. Th. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
retentissant ; que tout le monde répète.
Étymologie: πολύς, ῥόθος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολυρρόθιος
2. (ιδίως για οιμωγές) αυτός που προέρχεται από πολλά στόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόθος «θόρυβος» (πρβλ. ταχύ-ρροθος].
Greek Monotonic
πολύρροθος: -ον, βροντερός, πολυθόρυβος, φροίμια πολύρροθα, πολυκύμαντος, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύρροθος -ον [πολύς, ῥόθος] met veel lawaai.
Russian (Dvoretsky)
πολύρροθος: многошумный, многоголосый (φροίμια Aesch.).
Middle Liddell
πολύρ-ροθος, ον,
much-roaring, φροίμια π. the cries of many voices, Aesch.
English (Woodhouse)
German (Pape)
viel, sehr rauschend, φροίμια, Aesch. Spt. 7.