πολυμνήστη: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυμνήστη -ης, ἡ [πολύς, μνάομαι] door velen begeerd:. γάμον ἄμμι πολυμνήστη βασίλεια ἀρτύει de koningin, die door velen begeerd wordt, bereidt voor ons een huwelijksfeest Od. 4.770.
|elnltext=πολυμνήστη -ης, ἡ [[[πολύς]], [[μνάομαι]]] door velen begeerd:. γάμον ἄμμι πολυμνήστη βασίλεια ἀρτύει de koningin, die door velen begeerd wordt, bereidt voor ons een huwelijksfeest Od. 4.770.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:01, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμνήστη Medium diacritics: πολυμνήστη Low diacritics: πολυμνήστη Capitals: ΠΟΛΥΜΝΗΣΤΗ
Transliteration A: polymnḗstē Transliteration B: polymnēstē Transliteration C: polymnisti Beta Code: polumnh/sth

English (LSJ)

ἡ, (> μνάομαι) = πολυμνήστευτος (much-wooed), Od. 4.770, 14.64, 23.149 ; — later in form πολύμνηστος, κούρη Nonn. D. 42.497 ; πολυμνάστοιο… Τίσιδος AP 6.274 (Pers.).

German (Pape)

[Seite 666] ἡ, die viel umfrei'te, von Vielen zur Ehe begehrte; γυνή, Od. 14, 64, vgl. 4, 770. 23, 149. – Das masc. scheint nur als nom. propr. vorzukommen.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f.
recherchée par beaucoup de prétendants.
Étymologie: πολύς, μνάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμνήστη -ης, ἡ [πολύς, μνάομαι] door velen begeerd:. γάμον ἄμμι πολυμνήστη βασίλεια ἀρτύει de koningin, die door velen begeerd wordt, bereidt voor ons een huwelijksfeest Od. 4.770.

Russian (Dvoretsky)

πολυμνήστη:руки которой добиваются многие (sc. Πηνελόπεια Hom.).

English (Autenrieth)

(μνάομαι): much wooed. (Od.)

Greek Monolingual

και πολύμνηστος, ἡ, Α
αυτή που τήν ζητούν πολλοί σε γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μνήστη / -μνηστος (< μνῶμαι «ζητώ γυναίκα σε γάμο»), πρβλ. εύ-μνηστος].

Greek Monotonic

πολυμνήστη: ἡ (μνάομαι), αυτή που γίνεται δέκτης μεγάλης ερωτοτροπίας ή φλερταρίσματος, αυτή που ζητείται από πολλούς σε γάμο, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυμνήστη: ἡ, (μνάομαι) ἡ ὑπὸ πολλῶν ζητούμενη εἰς γάμον, Ὀδ. Δ. 770, Ξ. 64, Ψ. 149 ὡσαύτως μετὰ καταλήξεως ἀρσ., πολυμνήστοιο Τίσιδος Ἀνθ. Π. 6. 274. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυμνήστην· ἀγαθήν, σώφρονα».

Middle Liddell

πολυ-μνήστη, ἡ, μνάομαι
much courted or wooed, wooed by many, Od.