τρισάθλιος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.
|elnltext=τρισάθλιος -α -ον [[[τρίς]], [[ἄθλιος]]] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:03, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσάθλιος Medium diacritics: τρισάθλιος Low diacritics: τρισάθλιος Capitals: ΤΡΙΣΑΘΛΙΟΣ
Transliteration A: trisáthlios Transliteration B: trisathlios Transliteration C: trisathlios Beta Code: trisa/qlios

English (LSJ)

α, ον, thrice-unhappy, S.OC372, Ar.Pax242, Men. Pk.150, Mis.40, Fr.302, etc.: also in late Prose, as Luc.Gall.24, Theo Sm.p.100 H.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
trois fois malheureux, très malheureux.
Étymologie: τρίς, ἄθλιος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισάθλιος -α -ον [τρίς, ἄθλιος] soms los τρὶς ἄθλιος, driedubbel ongelukkig.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσάθλιος: трижды, т. е. крайне несчастный Soph., Arph., Men., Luc.

Greek Monolingual

-α, -ο / τρισάθλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
τρεις φορές δυστυχισμένος, αξιολύπητος, δυστυχέστατος (α. «ταπεινότατη σού γέρνει / η τρισάθλια κεφαλή», Σολωμ.
β. «εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις κακή», Σοφ.)
νεοελλ.
1. κακοηθέστατος
2. φρ. «ελεεινός και τρισάθλιος» — κατώτατης ποιότητας από κάθε άποψη.
επίρρ...
τρισαθλίως ΝΜΑ, και τρισάθλια Ν
με τρόπο που προκαλεί τον οίκτο
νεοελλ.
ελεεινότατα, κακοηθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + ἄθλιος.

Greek Monotonic

τρισάθλιος: -α, -ον, πανάθλιος, τρεις φορές δυστυχισμένος, σε Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισάθλιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, τρὶς ἄθλιος, πανάθλιος, Σοφ. Ο. Κ. 372, Ἀριστοφ. Εἰρ. 242, Μένανδρος ἐν «Κυβερνήταις» 2, κλπ., καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις.

Middle Liddell

τρισ-άθλιος, η, ον
thrice-unhappy, Soph., etc.

German (Pape)

dreimal, d.i. sehr unglücklich, Soph. O.C. 373 und Sp., wie Luc. Gall. 24; auch getrennt geschrieben.