πολυστεφής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυστεφής -ές [[[πολύς]], [[στέφω]]] rijk bekranst:. π. παγκάρπου δάφνης rijk bekranst met vruchtdragende laurier Soph. OT 83.
|elnltext=πολυστεφής -ές [[[πολύς]], [[στέφω]]] [[rijk bekranst]]:. π. παγκάρπου δάφνης rijk bekranst met vruchtdragende laurier Soph. OT 83.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:33, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυστεφής Medium diacritics: πολυστεφής Low diacritics: πολυστεφής Capitals: ΠΟΛΥΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: polystephḗs Transliteration B: polystephēs Transliteration C: polystefis Beta Code: polustefh/s

English (LSJ)

ές, A decked with many wreaths, A.Eu.39; earning many crowns, μόχθοι APl.5.338: c. gen., wreathed with, δάφνης S.OT83. II twisted in many a wreath, κότινος Nic. Th.378; of a serpent (expld. by Sch. as πολλοὺς στεφάνους ἔχοντες καὶ γραμμάς) , μύαγροι ib.490 (s.v.l.; fort. -στρεφέας). III containing many circles, οὐρανός Herm. ap. Stob.1. 49.44.

German (Pape)

[Seite 673] ές, = Vorigem; Aesch. Eum. 39; πολυστεφὴς κάρα δάφνης, mit Lorbeer, Soph. O. R. 83; sp. D., wie Nic. Ther. 378. 490.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
orné de nombreuses couronnes ; p. ext. couronné de, gén..
Étymologie: πολύς, στέφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυστεφής -ές [πολύς, στέφω] rijk bekranst:. π. παγκάρπου δάφνης rijk bekranst met vruchtdragende laurier Soph. OT 83.

Russian (Dvoretsky)

πολυστεφής: украшенный множеством венков (μυχός Aesch.): π. κάρα δάφνης Soph. с пышным лавровым венком на голове.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
μσν.
αυτός που κερδίζει πολλά στεφάνια («πολυστεφέας σέο μόχθους», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. διακοσμημένος με πολλά στεφάνια
2. ο στεφανωμένος με κάτι («οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφής ὧδ' εἷρπε παγκάρπου δάφνης», Σοφ.)
3. αυτός που έχει συστραφεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζει πολλά στεφάνια
4. (ιδίως για φίδι) κουλουριασμένος
5. αυτός που περιλαμβάνει πολλούς κύκλους («πολυστεφὴς οὐρανός», Ερμ. Τρισμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -στεφής (< στέφος < στέφω), πρβλ. χρυσο-στεφής].

Greek Monotonic

πολυστεφής: -ές (στέφω), στολισμένος με πολλά στεφάνια, σε Αισχύλ.· με γεν., εστεμμένος με, δάφνης, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυστεφής: -ές, ὁ διὰ πολλῶν στεφάνων κεκοσμημένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 39, Ἀνθ. Πλαν. 338, κτλ.· μετὰ γεν., ἐστεμμένος μέ..., οὐ γὰρ ἂν κάρα πολυστεφὴς ὧδ’ εἶρπε παγκάρπου δάφνης Σοφ. Ο. Τ. 83. ΙΙ. συνεστραμμένος οὕτως ὥστε νὰ ἀποτελῇ πολλοὺς στεφάνους, κότινος Νικ. Θηρ. 378.

Middle Liddell

πολυ-στεφής, ές στέφω
decked with many a wreath, Aesch.; c. gen. wreathed with, δάφνης Soph.