οἰκουρία: Difference between revisions

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 , .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de rester à la maison :<br /><b>1</b> vie sédentaire <i>ou</i> retirée;<br /><b>2</b> oisiveté, inaction.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκουρός]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action de rester à la maison :<br /><b>1</b> vie sédentaire <i>ou</i> retirée;<br /><b>2</b> [[oisiveté]], [[inaction]].<br />'''Étymologie:''' [[οἰκουρός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουρία Medium diacritics: οἰκουρία Low diacritics: οικουρία Capitals: ΟΙΚΟΥΡΙΑ
Transliteration A: oikouría Transliteration B: oikouria Transliteration C: oikouria Beta Code: oi)kouri/a

English (LSJ)

ἡ, A housekeeping and its cares, in plural, μακρὰς διαντλοῦσ' ἐν δόμοις οἰ. Id.HF1373: sg., Vett.Val. 1.18. II keeping-at-home, especially of women, Plu.2.271e, Cor. 35.

German (Pape)

[Seite 303] ἡ, das Bewachen, Hüten des Hauses, übh. das zu Hause Bleiben, ein stilles, eingezogenes Leben fern von den Staatsgeschäften, dah. auch tadelnd, Müssiggang, Unthätigkeit, Plut. Coriol. 35 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de rester à la maison :
1 vie sédentaire ou retirée;
2 oisiveté, inaction.
Étymologie: οἰκουρός.

Russian (Dvoretsky)

οἰκουρία: дор. οἰκορία ἡ
1 охрана дома, замкнутая домашняя жизнь (ἐν δόμοις Eur.);
2 бездействие, праздность Plut.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουρία: ἡ, (οἰκουρέω) τὸ φυλάττειν τὸν οἶκον καὶ ἐπιμελεῖσθαι αὐτοῦ, ἐν τῷ πληθ., μακρὰς διαντλοῦσ’ ἐν δόμοις οἰκ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1373· ἀργαὶ πρὸς οἰκουρίας Κλήμ. Ἀλ. 254. ΙΙ. τὸ μένειν κατ’ οἶκον, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Πλούτ. 2. 271Ε, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κοριολ. 35.

Greek Monolingual

η (Α οἰκουρία) οικουρώ
νεοελλ.
παραμονή στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας
αρχ.
1. η φύλαξη και η επιμέλεια του σπιτιού
2. (για γυναίκες) η διαμονή στο σπίτι («ἔκειτο δὲ πάλαι καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοι
τὸ μὲν οἰκουρίας αὐτῆς, τὸ δὲ ἐνεργείας σύμβολον», Πλούτ.)
3. ήσυχος βίος μακριά από τις πολιτικές υποθέσεις
4. απραξία.

Greek Monotonic

οἰκουρία: ἡ,
I. επιστασία του σπιτιού, οι φροντίδες για το νοικοκυριό, σε Ευρ.
II. συνεχής παραμονή στο σπίτι, λέγεται για γυναίκες, σε Πλούτ.

Middle Liddell

οἰκουρία, ἡ,
I. housekeeping, the cares of housekeeping, Eur.
II. a staying at home, of women, Plut.