κελαινόβρωτος: Difference between revisions
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κελαινόβρωτος:''' черный и истерзанный, т. е. окровавленный ([[ἧπαρ]], sc. Προμηθέως Aesch.). | |elrutext='''κελαινόβρωτος:''' черный и истерзанный, т. е. окровавленный ([[ἧπαρ]], ''[[sc.]]'' Προμηθέως Aesch.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:13, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, black and bloody with gnawing, ἧπαρ A.Pr. 1025.
German (Pape)
[Seite 1414] schwarz und angefressen, ἧπαρ Aesch. Prom. 1027.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
noir et rongé.
Étymologie: κελαινός, βιβρώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελαινόβρωτος -ον [κελαινός, βιβρώσκω] donker afgevreten (lever van Prometheus).
Russian (Dvoretsky)
κελαινόβρωτος: черный и истерзанный, т. е. окровавленный (ἧπαρ, sc. Προμηθέως Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
κελαινόβρωτος: -ον, μέλας καὶ αἱματηρὸς κατὰ τὴν βρῶσιν, κ. ἧπαρ Αἰσχύλ. Πρ. 1025.
Greek Monolingual
κελαινόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τον τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ' ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρόβρωτος, πυρίβρωτος].
Greek Monotonic
κελαινόβρωτος: -ον, μαύρος και αιματηρός κατά τη βρώση, σε Αισχύλ.