κελαινόβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κελαινόβρωτος:''' черный и истерзанный, т. е. окровавленный ([[ἧπαρ]], sc. Προμηθέως Aesch.).
|elrutext='''κελαινόβρωτος:''' черный и истерзанный, т. е. окровавленный ([[ἧπαρ]], ''[[sc.]]'' Προμηθέως Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:13, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόβρωτος Medium diacritics: κελαινόβρωτος Low diacritics: κελαινόβρωτος Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kelainóbrōtos Transliteration B: kelainobrōtos Transliteration C: kelainovrotos Beta Code: kelaino/brwtos

English (LSJ)

ον, black and bloody with gnawing, ἧπαρ A.Pr. 1025.

German (Pape)

[Seite 1414] schwarz und angefressen, ἧπαρ Aesch. Prom. 1027.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noir et rongé.
Étymologie: κελαινός, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινόβρωτος -ον [κελαινός, βιβρώσκω] donker afgevreten (lever van Prometheus).

Russian (Dvoretsky)

κελαινόβρωτος: черный и истерзанный, т. е. окровавленный (ἧπαρ, sc. Προμηθέως Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόβρωτος: -ον, μέλας καὶ αἱματηρὸς κατὰ τὴν βρῶσιν, κ. ἧπαρ Αἰσχύλ. Πρ. 1025.

Greek Monolingual

κελαινόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τον τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ' ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρόβρωτος, πυρίβρωτος].

Greek Monotonic

κελαινόβρωτος: -ον, μαύρος και αιματηρός κατά τη βρώση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κελαινό-βρωτος, ον
black and bloody with gnawing, Aesch.