ἑρμηνευτικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] zum Auslegen, Erklären gehörig, geschickt, ἡ ἑρμηνευτική, sc. [[τέχνη]], die Auslegekunst, Plat. Polit. 260 d;, [[δύναμις]] Luc. hist. conscr. 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1032.png Seite 1032]] zum Auslegen, Erklären gehörig, geschickt, ἡ ἑρμηνευτική, ''[[sc.]]'' [[τέχνη]], die Auslegekunst, Plat. Polit. 260 d;, [[δύναμις]] Luc. hist. conscr. 34.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:18, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμηνευτικός Medium diacritics: ἑρμηνευτικός Low diacritics: ερμηνευτικός Capitals: ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hermēneutikós Transliteration B: hermēneutikos Transliteration C: ermineftikos Beta Code: e(rmhneutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for interpreting: ἡ ἑρμηνευτική (sc. τέχνη) Pl.Plt.260d; διάλεκτος ἑ. τινός Id.Def. 414d; λόγος Ph.1.58; ἑ. δύναμις power of expression, gift of style, Luc.Hist. Conscr.34, Theod.(?)ap.Nicol.Prog.p.2F.

German (Pape)

[Seite 1032] zum Auslegen, Erklären gehörig, geschickt, ἡ ἑρμηνευτική, sc. τέχνη, die Auslegekunst, Plat. Polit. 260 d;, δύναμις Luc. hist. conscr. 34.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l'interprétation.
Étymologie: ἑρμηνεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἑρμηνευτικός: истолковывающий, разъясняющий (δύναμις Luc.; τὸ τῶν δαιμονων γένος Plat. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμηνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἑρμηνείαν· ἡ ἐρμηνευτικὴ (δηλ. τέχνη) Πλάτ. Πολιτικ. 260D. ἑρμ. δύναμις Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑρμηνευτικός, -ή, -όν)
ερμηνευτής
1. αυτός που ερμηνεύει ο αρμόδιος για ερμηνεία («ερμηνευτικά σχόλια»)
2. φρ. «ερμηνευτική δύναμη» — η δύναμη εκφράσεως, το δώρο, το τάλαντο του ύφους
3. το θηλ. ως ουσ. ερμηνευτική
ένας από τους κλάδους της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ερμηνεία τών φιλολογικών κειμένων.
επίρρ...
ερμηνευτικώς και -ά
με ερμηνεία, διασαφητικά.

Greek Monotonic

ἑρμηνευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι αρμόδιος προς ερμηνεία, εξηγητικός, διερμηνευτικός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἑρμηνευτικός, ή, όν
of or for interpreting, Luc. [from ἑρμηνεύω