μακραίων: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μακραίων:''' ωνος adj.<br /><b class="num">1</b> [[долгий]], [[продолжительный]] ([[βίος]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[долговечный]], [[долго живущий]] (sc. [[Οἰδίπους]] Soph.);<br /><b class="num">3</b> [[бессмертный]] (Μοῖραι Soph.).
|elrutext='''μακραίων:''' ωνος adj.<br /><b class="num">1</b> [[долгий]], [[продолжительный]] ([[βίος]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[долговечный]], [[долго живущий]] (''[[sc.]]'' [[Οἰδίπους]] Soph.);<br /><b class="num">3</b> [[бессмертный]] (Μοῖραι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:25, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακραίων Medium diacritics: μακραίων Low diacritics: μακραίων Capitals: ΜΑΚΡΑΙΩΝ
Transliteration A: makraíōn Transliteration B: makraiōn Transliteration C: makraion Beta Code: makrai/wn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, ἡ, A lasting long, βίος A.Fr.350 (dub.), S.OT518; μακραίωνι… σχολᾷ Id.Aj.193 (lyr.). 2 of persons, long-lived, aged, Id.OC152 (lyr.); Μοῖραι μ. Id.Ant.987 (lyr.); τίς τῶν μ.; who of the immortals? Id.OT1099 (lyr.); μ. λαός Tim.Pers.219; of the stars, Corn.ND17.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
1 qui dure longtemps;
2 qui vit longtemps, vieux ; immortel.
Étymologie: μακρός, αἰών.

Russian (Dvoretsky)

μακραίων: ωνος adj.
1 долгий, продолжительный (βίος Eur.);
2 долговечный, долго живущий (sc. Οἰδίπους Soph.);
3 бессмертный (Μοῖραι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μακραίων: -ωνος, ὁ, ἡ, (μακρὸς) διαρκῶν ἐπὶ πολύ, μακροχρόνιος, πολυχρόνιος, βίος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 281, Σοφ. Ο. Τ. 518· μακραίωνι... σχολᾷ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 194, ἔνθα (καθ’ ἃ παρατηρεῖ ὁ Δινδ.) τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ λέξιν τινὰ ὡς π.χ.: μακρᾱμέρῳ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ μακρόβιος, Σοφ. Ο. Κ. 150· Μοῖραι μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 987· τίς τᾶν μακραιώνων, δηλ. τῶν Νυμφῶν, αἵτινες καί περ μὴ οὖσαι αθάνατοι, ἦσαν μακρόβιοι σφόδρα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1099.

Greek Monolingual

ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α μακραίων, -ωνος)
1. αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, μακροχρόνιος (α. «η μακραίωνη ιστορία» β. «μακραίων βίος», Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος, πολύχρονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + αἰών (πρβλ. δυσαίων, ευαίων)].

Greek Monotonic

μακραίων: -ωνος, ὁ, ἡ (μακρός),·
1. μακροχρόνιος, σε Σοφ.
2. λέγεται για ανθρώπους, μακρόβιος, ηλικιωμένος, στον ίδ.· οἱ μακραίωνες, οι αθάνατοι, στον ίδ.

Middle Liddell

μακρ-αίων, ωνος, ὁ, ἡ, μακρός
1. lasting long, Soph.
2. of persons, long-lived, aged, Soph.; οἱ μακραίωνες the immortals, Soph.

English (Woodhouse)

aged, long, lasting long

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-ωνος ὁ (=μακροχρόνιος). Σύνθετο ἀπό τό μακρός + αἰών.

German (Pape)

ωνος, ὁ, lange lebend, lange dauernd; βίος, Aesch. frg. 264; Soph. O.R. 518; Plat. Epin. 982a; νύμφη, Ap.Rh. 2.509.