φοιτάς: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φοιτάς:''' άδος adj. f, редко n бегущая, блуждающая в исступлении (sc. [[Κασάνδρα]] Aesch.; ''[[sc.]]'' Βάκχαι Eur.): φ. [[νόσος]] Soph. неистовствующее безумие; φοιτάσι πτεροῖς Eur. на неугомонных крыльях; φ. ἐμπορίη Anth. лихорадочная торговая деятельность.
|elrutext='''φοιτάς:''' άδος adj. f, редко n бегущая, блуждающая в исступлении (''[[sc.]]'' [[Κασάνδρα]] Aesch.; ''[[sc.]]'' Βάκχαι Eur.): φ. [[νόσος]] Soph. неистовствующее безумие; φοιτάσι πτεροῖς Eur. на неугомонных крыльях; φ. ἐμπορίη Anth. лихорадочная торговая деятельность.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοιτάς Medium diacritics: φοιτάς Low diacritics: φοιτάς Capitals: ΦΟΙΤΑΣ
Transliteration A: phoitás Transliteration B: phoitas Transliteration C: foitas Beta Code: foita/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A = φοιταλέος, of the βάκχαι, E.Ba.165 (lyr., pl.) II as adjective, φ. ἀγύρτρια, of Cassandra, A.Ag.1273; φ. νόσος madness, frenzy, S.Tr.980 (anap.); φ. πλάνη Lyc.610; φ. ῥιπή, of the flickering of fire, Tryph.231; φ. ἐμπορίη, of commerce by sea, AP7.586 (Jul.): also with neut. Subst., φοιτάσι πτεροῖς on wandering wings, E.Ph. 1024 (lyr.): late also with masc., φοιτάδι μόχθῳ Jo.Gaz.Ecphr.1.90; φ. ἵπποι Nonn.D.38.260. III much trodden, frequented, ὁδοί Anon. ap.Suid.

German (Pape)

[Seite 1297] άδος, ἡ, bes. fem. zu φοιταλέος, 1) die Herumirrende, Herumschweifende; κἀναστήσεις φοιτάδα δεινὴν νόσον Soph. Trach. 976; ἐμπορίη Iulian. Aeg. 49 (VII, 586); πλάνη Lycophr. 610; dah. – a) die gemeine, in den Gassen umherstreichende Hure, VLL. – b) übertr., die irres Geistes Umherschwärmende, Tolle, Rasende, Aesch. Ag. 1246; bes. die schwärmende Bacchantinn, Eur. Bacch. 161. – 2) bei Eur. auch masc. u. neutr., = φοιταλέος, z. B. φοιτάσι πτεροῖς Phoen. 1031; vgl. Lob. parall. 262.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
égaré, insensé ; φοιτὰς νόσος SOPH le mal d'un esprit égaré, folie.
Étymologie: φοιτάω.

Russian (Dvoretsky)

φοιτάς: άδος adj. f, редко n бегущая, блуждающая в исступлении (sc. Κασάνδρα Aesch.; sc. Βάκχαι Eur.): φ. νόσος Soph. неистовствующее безумие; φοιτάσι πτεροῖς Eur. на неугомонных крыльях; φ. ἐμπορίη Anth. лихорадочная торговая деятельность.

Greek (Liddell-Scott)

φοιτάς: -άδος, ἡ, (φοιτάω) θηλ. τοῦ φοιταλέος, ἐπὶ τῆς Κασσάνδρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1273· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 161. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., φ. νόσος, μανία, παραφροσύνη, Σοφ. Τρ. 980· φ. πλάνη Λυκόφρ. 610. φ. ῥιπή, ἡ ἀσταθὴς κίνησις τῆς φλογὸς τοῦ πυρός, Τρυφιόδ. (ὀρθ. Τριφ.,) 231· φ. ἐμπορίη, τὸ κατὰ θάλασσαν ἐμπόριον, Ἀνθ. Π. 7. 586· ― ὡσαύτως ἐν χρήσει μετ’ οὐδ. οὐσιαστ., φοιτάσι πτεροῖς, διὰ φοιτώντων, πλανωμένων πτερῶν, Εὐρ. Φοίν. 1024, ἴδε Πόρσ. ἐν τόπῳ καὶ εἰς Εὐρ. Ὀρ. 264, Λοβεκ. Παραλ. 262, μεταγεν. καὶ μετ’ ἀρσ. οὐσιαστ., φοιτάδι μόχθῳ Ἰω. Γαζ. Ἔκφρ. 510.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
(κυρίως ως τ. θηλ. του επιθ. φοιταλέος)
1. (ως προσωνυμία της Κασσάνδρας και τών Βακχών) αυτή που περιφέρεται εδώ κι εκεί σαν παράφρων
2. (με σημ. επιθ.) α) μανιακή
β) (κατά το λεξ. Σούδα) (για οδό) πολυσύχναστη
3. (με σημ. ουσ.) πόρνη που περιφέρεται στους δρόμους
4. φρ. α) «φοιτὰς νόσος» — μανία, παραφροσύνη (Σοφ.)
β) «φοιτὰς ῥιπή» — η ασταθής κίνηση της φλόγας (Τρυφιόδ.)
γ) «φοιτὰς ἐμπορίη» — το εμπόριο που διεξάγεται μέσω τών θαλάσσιων οδών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. τυπ-άς)].

Greek Monotonic

φοιτάς: -άδος (φοιτάω), θηλ. επίθ., αυτή που περιπλανιέται μανιωδώς, λέγεται για την Κασσάνδρα, σε Αισχύλ.· λέγεται για τους Βακχιστές, σε Ευρ.· φοιτὰς νόσος, μανία, παραφροσύνη, σε Σοφ.· φοιτὰς ἐμπορίη, χρησιμοποιείται για το εμπόριο στη θάλασσα, σε Ανθ.· επίσης χρησιμ. με ουδ. ουσ., φοιτάσι πτεροῖς, λέγεται για φτερά που πηγαίνουν εδώ κι εκεί, σε Ευρ.

Middle Liddell

φοιτάς, άδος, φοιτάω
fem. adj. roaming madly, of Cassandra, Aesch.; of the Bacchantes, Eur.; φ. νόσος madness, frenzy, Soph.; φ. ἐμπορίη, of commerce by sea, Anth.;—also used with a neut. Subst., φοιτάσι πτεροῖς on wandering wings, Eur.

English (Woodhouse)

wandering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)