μαψυλάκας: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαψῠλάκᾱς:''' -ου, ὁ ([[ὑλάω]], [[ὑλακή]]), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. [[επαναλαμβάνω]] ένα [[πράγμα]] [[ξανά]] και [[ξανά]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''μαψῠλάκᾱς:''' -ου, ὁ ([[ὑλάω]], [[ὑλακή]]), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. [[επαναλαμβάνω]] ένα [[πράγμα]] [[ξανά]] και [[ξανά]], σε Πίνδ.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[vergeblich]] bellende, [[schreiende]], ein unnützer [[Schwätzer]]</i>, Pind. <i>N</i>. 7.105, mit der [[varia lectio|v.l.]] [[μαψιλάκας]]. Hiernach emend. [[Hermann]] μαψυλάκταν γλῶσσαν, [[Sappho]] frg. bei Plut. <i>cohib.ira</i> 7, in μαψυλακαν.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑλάω]], [[ὑλακή]]<br />[[idly]] barking, i. e. repeating a [[thing]] [[again]] and [[again]], Pind.
|mdlsjtxt=[[ὑλάω]], [[ὑλακή]]<br />[[idly]] barking, i. e. repeating a [[thing]] [[again]] and [[again]], Pind.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[vergeblich]] bellende, [[schreiende]], ein unnützer [[Schwätzer]]</i>, Pind. <i>N</i>. 7.105, mit der [[varia lectio|v.l.]] [[μαψιλάκας]]. Hiernach emend. [[Hermann]] μαψυλάκταν γλῶσσαν, [[Sappho]] frg. bei Plut. <i>cohib.ira</i> 7, in μαψυλακαν.
}}
}}

Revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαψῠλᾰ́κᾱς Medium diacritics: μαψυλάκας Low diacritics: μαψυλάκας Capitals: ΜΑΨΥΛΑΚΑΣ
Transliteration A: mapsylákas Transliteration B: mapsylakas Transliteration C: mapsylakas Beta Code: mayula/kas

English (LSJ)

[ᾰκ], α, ὁ, (ὑλάω, ὑλακτῶ) idly barking, i.e. repeating a thing again and again, Pi.N.7.105: μαψυλάκαν γλῶσσαν (fem.) prob. for μαψυλάκταν in Sapph.27.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui bavarde à tort et à travers.
Étymologie: μάψ, ὑλάσσω.

English (Slater)

μαψυλάκας chatterer ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος” (μαψυλάκαις coni. J. G. Schneider: cf. Fränkel, Nom. Ag., 2. 95.) (N. 7.105)

Greek Monolingual

μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α)
1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια
2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.

Greek Monotonic

μαψῠλάκᾱς: -ου, ὁ (ὑλάω, ὑλακή), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. επαναλαμβάνω ένα πράγμα ξανά και ξανά, σε Πίνδ.

German (Pape)

ὁ, der vergeblich bellende, schreiende, ein unnützer Schwätzer, Pind. N. 7.105, mit der v.l. μαψιλάκας. Hiernach emend. Hermann μαψυλάκταν γλῶσσαν, Sappho frg. bei Plut. cohib.ira 7, in μαψυλακαν.

Russian (Dvoretsky)

μαψῠλάκας: ου adj. (эол. acc. f μαψυλάκαν или μαψυλάκταν) лающий на ветер, впустую брешущий Pind.

Middle Liddell

ὑλάω, ὑλακή
idly barking, i. e. repeating a thing again and again, Pind.