οἰστροπλήξ: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=πλῆγος (ὁ, ἡ)<br />atteint de la piqûre d'un taon ; transporté de fureur <i>ou</i> de désir.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[πλήσσω]].
|btext=πλῆγος (ὁ, ἡ)<br />atteint de la piqûre d'un taon ; transporté de fureur <i>ou</i> de désir.<br />'''Étymologie:''' [[οἶστρος]], [[πλήσσω]].
}}
{{pape
|ptext=ῆγος, ὁ, <i>von der [[Bremse]] [[gestochen]], [[wütend]]</i>; von der Io, Aesch. <i>Prom</i>. 684, wie Soph. <i>El</i>. 5; vgl. Eur. <i>[[Bacch]]</i>. 1227; Plut. frg.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 33: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[μανιακός]], [[ἄγριος]]). Ἀπό τό [[οἶστρος]] + [[πλήττω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶστρος]].
|mantxt=(=[[μανιακός]], [[ἄγριος]]). Ἀπό τό [[οἶστρος]] + [[πλήττω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶστρος]].
}}
{{pape
|ptext=ῆγος, ὁ, <i>von der [[Bremse]] [[gestochen]], [[wütend]]</i>; von der Io, Aesch. <i>Prom</i>. 684, wie Soph. <i>El</i>. 5; vgl. Eur. <i>[[Bacch]]</i>. 1227; Plut. frg.
}}
}}

Revision as of 12:36, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροπλήξ Medium diacritics: οἰστροπλήξ Low diacritics: οιστροπλήξ Capitals: ΟΙΣΤΡΟΠΛΗΞ
Transliteration A: oistroplḗx Transliteration B: oistroplēx Transliteration C: oistropliks Beta Code: oi)stroplh/c

English (LSJ)

πλῆγος, ὁ, ἡ, stung by a gadfly, driven wild, of Io, A.Pr.681, S.El.5; of Bacchantes, E.Ba.1229.

French (Bailly abrégé)

πλῆγος (ὁ, ἡ)
atteint de la piqûre d'un taon ; transporté de fureur ou de désir.
Étymologie: οἶστρος, πλήσσω.

German (Pape)

ῆγος, ὁ, von der Bremse gestochen, wütend; von der Io, Aesch. Prom. 684, wie Soph. El. 5; vgl. Eur. Bacch. 1227; Plut. frg.

Russian (Dvoretsky)

οἰστροπλήξ: πλῆγος adj.
1 преследуемый слепнем (Ἰώ Aesch., Soph.);
2 доведенный до исступления, исступленный (sc. Βάκχαι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ οἴστρου πληγείς, ἐμμανής, ἄγριος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Σοφ. Ἠλ. 5· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1229.

Greek Monolingual

οἰστροπλήξ, -πλῆγος, ὁ, η (Α)
(ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειρο-πλήξ].

Greek Monotonic

οἰστροπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που δέχτηκε δήγμα εντόμου, εξαγριωμένος, μανιακός, στους Τραγ.

Middle Liddell

οἰστρο-πλήξ, ῆγος, πλήσσω
stung by a gadfly, driven wild, Trag.

English (Woodhouse)

driven by the gadfly

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μανιακός, ἄγριος). Ἀπό τό οἶστρος + πλήττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη οἶστρος.