λυπητικός: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]]. | |btext=ή, όν :<br />affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], <i>[[betrübend]]</i>, Sp.; τὸ λ. = [[λύπη]], Plut. <i>Symp</i>. 3.8.2. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυπητικός]], -ή, -όν (AM) [[λυπώ]]<br />αυτός που αισθάνεται [[λύπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπητικόν</i><br />η [[ικανότητα]] να λυπάται, να αισθάνεται [[λύπη]] [[κάποιος]] («ὁ [[ἐπικήδειος]] [[αὐλός]]... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπητικά]] και <i>λυπητικῶς</i> (Μ)<br />[[λυπημένα]], με [[λύπη]], με τρόπο που προξενεί [[λύπη]]. | |mltxt=[[λυπητικός]], -ή, -όν (AM) [[λυπώ]]<br />αυτός που αισθάνεται [[λύπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπητικόν</i><br />η [[ικανότητα]] να λυπάται, να αισθάνεται [[λύπη]] [[κάποιος]] («ὁ [[ἐπικήδειος]] [[αὐλός]]... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπητικά]] και <i>λυπητικῶς</i> (Μ)<br />[[λυπημένα]], με [[λύπη]], με τρόπο που προξενεί [[λύπη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 30 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, A feeling pain, ἐπί τινι Arist.MM1192b22. II τὸ λυπητικόν = the capacity for feeling pain, Plu.2.657a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
affligeant.
Étymologie: λυπέω.
German (Pape)
[ῡ], betrübend, Sp.; τὸ λ. = λύπη, Plut. Symp. 3.8.2.
Russian (Dvoretsky)
λῡπητικός: удручающий, прискорбный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
λῡπητικός: -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. λυπηρός, θλιβερός, προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = λύπη, Πλούτ. 2. 657Α.
Greek Monolingual
λυπητικός, -ή, -όν (AM) λυπώ
αυτός που αισθάνεται λύπη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν
η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῖ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)
λυπημένα, με λύπη, με τρόπο που προξενεί λύπη.