ἄπλευστος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "n’a" to "n'a")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l'on n’a pas encore navigué.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πλέω]].
|btext=ος, ον :<br />où l'on n'a pas encore navigué.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πλέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 14:20, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπλευστος Medium diacritics: ἄπλευστος Low diacritics: άπλευστος Capitals: ΑΠΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: ápleustos Transliteration B: apleustos Transliteration C: aplefstos Beta Code: a)/pleustos

English (LSJ)

ον, not navigated: τὸ ἄ. part of the sea not yet navigated, X.Cyr.6.1.16.

Spanish (DGE)

-ον
nunca navegado τὸ ἄ. el mar nunca navegado X.Cyr.6.1.16.

German (Pape)

[Seite 292] noch nicht von Schiffen befahren, Gegensatz πεπλευσμένον Xen. Cyr. 5, 1, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on n'a pas encore navigué.
Étymologie: , πλέω.

Greek Monolingual

ἄπλευστος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει κανείς.

Greek Monotonic

ἄπλευστος: -ον (πλέω), αυτός που δεν είναι πλωτός, δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει κάποιος, ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ ἄπλευστον, το μέρος της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί ακόμη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἄπλευστος: не пройденный кораблем (sc. πέλαγος Xen.).

Middle Liddell

πλέω
not navigated: τὸ ἄπλ. a part of the sea not yet navigated, Xen.