κυδιάω: Difference between revisions

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />être orgueilleux, se vanter : [[ὅτι]] IL de ce que ; <i>en parl. d'un cheval</i> faire le beau, être fier.<br />'''Étymologie:''' [[κῦδος]].
|btext=<i>seul. prés. et impf. itér.</i><br />être orgueilleux, se vanter : [[ὅτι]] IL de ce que ; <i>en parl. d'un cheval</i> [[faire le beau]], [[être fier]].<br />'''Étymologie:''' [[κῦδος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:39, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡδῐάω Medium diacritics: κυδιάω Low diacritics: κυδιάω Capitals: ΚΥΔΙΑΩ
Transliteration A: kydiáō Transliteration B: kydiaō Transliteration C: kydiao Beta Code: kudia/w

English (LSJ)

Ep. Verb, only pres. and impf., bear oneself proudly, exult, in Il. always in Ep. part. κυδιόων, 2.579, 21.519, cf. h.Cer.170; of a horse, Il.6.509: c. dat., exult in, κυδιόων λαοῖσι Hes.Sc.27; εὐφροσύνῃ… κυδιόωσι h.Hom.30.13: Iterat. κυδιάασκον A.R.4.978, Q.S.13.418.

German (Pape)

[Seite 1524] sich rühmen, prahlen, stolz einhergehen; gew, im partic. praes. absol., Il. 21, 519; κυδιόων ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν 2, 578, stolz seiend, weil; auch vom Pferde, κυδιόων, ὑψοῦ δὲ κάρη ἔχει 6, 509. 15, 266; κυδιάουσαι H. h. 4, 170; – auch τινί, stolz sein auf Etwas, sich womit rühmen, Hes. Sc. 27; vom Ochsen, τὸν βρεγμῷ κυδιόωντα Sam. 2 (VI, 116); – κυδιάεις braucht erst Coluth. 179; αἳ μέγα κυδιάασκον Qu. Sm. 13, 418.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. itér.
être orgueilleux, se vanter : ὅτι IL de ce que ; en parl. d'un cheval faire le beau, être fier.
Étymologie: κῦδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυδιάω [κῦδος] ep. ptc. κυδιόων, stralend zijn.

Russian (Dvoretsky)

κῡδιάω: (только praes.) быть преисполненным гордости, гордиться (οἱ μὲν χωόμενοι, οἱ δὲ μέγα κυδιόωντες Hom.): κυδιόων τινί Hes. гордящийся чем-л.; κυδιόων, ὅτι πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν Hom. (Агамемнон) гордый тем, что блеском затмевал всех героев.

Greek Monotonic

κῡδιάω: Επικ. γʹ πληθ. κυδιόωσιν, μτχ. κυδιάων· (κῦδος) μόνο στον ενεστ. και παρατ., φέρομαι περήφανα, περηφανεύομαι, πανηγυρίζω, θριαμβολογώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κῡδιάω: (κῦδος) Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., φέρομαι ὑπερηφάνως, βαίνω ὑπερηφάνως, γαυριῶ, ὑπερηφανεύομαι, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. μετοχ. κυδιόων, Φ. 519, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 170· ἐπὶ ἵππου, Ἰλ. Ζ. 509., Ο. 266· κυδιόων ὅτι... Β. 579· ὑπερηφανεύομαι ἐπί τινι, κυδιόων λαοῖσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 27· εὐφροσύνῃ... κυδιόωσιν Ὕμν. Ὁμ. 30. 13· ― παρατ. κυδιάασκον, Κόϊντ. Σμ. 13. 418· πρβλ. κυδρόομαι.

Middle Liddell

κῡδιάω, κῦδος only in pres. and imperf.]
to bear oneself proudly, go proudly along, exult, Il.