ἄσφυκτος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> dont le pouls est | |btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> [[dont le pouls est insensible]] ; <i>fig.</i> sans force, languissant;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> sans battement violent, calme;<br /><b>II.</b> [[qui ne cause aucune pulsation violente]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[σφύζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:06, 7 December 2022
English (LSJ)
ον, (σφύζω) A without pulsation, lifeless, Gal.2.647, AP11.211 (Lucill.): metaph. of the mind, without impulse, calm, Plu.2.446d; moderate, ἂν ἰάσιμον ᾖ τὸ χεῖρον καὶ ἄ. ib. 500c. II Act., causing no violent pulsation, ib.132e.
Spanish (DGE)
-ον
1 carente de pulso τὸ σῶμα Heraclid.Pont.77, ἄ. καὶ χλωρὸς ὁ θούριος AP 11.211 (Lucill.), τὸ κατώτερον (τῆς ἀρτηρίας) Gal.2.647
•fig. que carece de impulso violento, falto de intensidad τῆς ... σώφρονος ψυχῆς τὸ ... ὁμαλὲς ... ἄσφυκτον Plu.2.446d, cf. 500c.
2 que no acelera el pulso ἤπιος γὰρ ἡ τοῦ ὕδατος ὑγρότης καὶ ἄ. Plu.2.132d.
German (Pape)
[Seite 382] 1) ohne Pulsschlag, Medic.; übertr. ohne Wallung, Plut. virt. mor. 7. – 2) keine Wallungen im Blutebewirkend, Plut. san. tu. 397.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 dont le pouls est insensible ; fig. sans force, languissant;
2 en b. part sans battement violent, calme;
II. qui ne cause aucune pulsation violente.
Étymologie: ἀ, σφύζω.
Greek Monolingual
ἄσφυκτος, -ον (Α) σφύζω
1. αυτός που δεν έχει σφυγμό
2. ο δίχως σθένος
3. (για την ψυχή) ο ήρεμος, ο συγκρατημένος
4. αυτός που δεν προκαλεί γρήγορο ἡ δυνατό σφυγμό.
Greek Monotonic
ἄσφυκτος: -ον (σφύζω), αυτός που δεν έχει σφυγμό, αυτός που δεν έχει ζωή, λιπόθυμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσφυκτος:
1 спокойный (ἤπιος καὶ ἄ. Plut.);
2 упокоившийся, бездыханный (ἄ. καὶ χλωρός Anth.).