ἀντωνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+);<br" to "$1 $2;<br")
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντωνέομαι''': ἀποθ., [[ἀγοράζω]] ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) [[προσφέρω]] ἀνωτέραν τιμὴν ὡς [[ἀντίπαλος]] [[ἀγοραστής]], [[παρουσιάζομαι]] καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ [[αὐτοῦ]] πράγματος, [[ἐπεὶ]] οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. 5· ὁ ἀντωνούμενος, [[ἀντίπαλος]] πλειοδότης, Δημ. 307. 6.
|lstext='''ἀντωνέομαι''': ἀποθ., [[ἀγοράζω]] ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) [[προσφέρω]] ἀνωτέραν τιμὴν ὡς [[ἀντίπαλος]] [[ἀγοραστής]], [[παρουσιάζομαι]] καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ αὐτοῦ πράγματος, [[ἐπεὶ]] οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. 5· ὁ ἀντωνούμενος, [[ἀντίπαλος]] πλειοδότης, Δημ. 307. 6.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:34, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωνέομαι Medium diacritics: ἀντωνέομαι Low diacritics: αντωνέομαι Capitals: ΑΝΤΩΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: antōnéomai Transliteration B: antōneomai Transliteration C: antoneomai Beta Code: a)ntwne/omai

English (LSJ)

A buy instead, X.Oec.20.26, Men.438.3: metaph., κλέος ἀείμνηστον ἀ. Jul.Or.1.42b. 2 bid against, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο And.1.134; ἀ. ἀλλήλοις Lys.22.9; ὁ ἀντωνούμενος rival bidder, D. 18.239.

Spanish (DGE)

1 comprar a cambio ἄλλον X.Oec.20.26, ἅβραν Men.Fr.371.1, αὐτούς (τοὺς μονομάχους) D.C.59.14.3
fig. κλέος ἀείμνηστον Iul.Or.1.42b.
2 pujar en contra οὐκ ἀντωνεῖτο οὐδείς And.Myst.134, ἀλλήλοις Lys.22.9, ἀντ[ωνεῖταί] τις τετρακισχείλια τάλαντα δούς PIand.100.9 (IV d.C.)
ὁ ἀντωνούμενος pujador rival D.18.239.

German (Pape)

[Seite 265] (s. ὠνέομαι), 1) dafür, anstatt dessen kaufen, Xen. Oec. 20, 26. – 2) mit-, gegenbieten, Andoc. 1, 134; den Kauf streitig machen, Dem. 18, 239; ἀλλήλοις, einander überbieten, Lys. 22, 9.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 acheter à la place d'un autre;
2 enchérir sur (qqn).
Étymologie: ἀντί, ὠνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντωνέομαι:
1 покупать взамен Xen., Men.;
2 участвовать в торгах, соперничать в купле, надбавлять цену (ἀ. ἀλλήλοις Lys.; ταῖς τιμαῖς ἀ. Plut.): ὁ ἀντωνούμενος Dem. участник торгов.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντωνέομαι: ἀποθ., ἀγοράζω ἀντὶ τοῦ πωληθέντος, καὶ ἀπεδίδοτο νὴ Δί’…, ἀλλὰ ἄλλον τοι εὐθὺς ἀντεωνεῖτο Ξεν. Οἰκ. 20. 26, Μένανδ. ἐν «Συκυωνίῳ» 3 (Σουΐδ. ἐν λ. ἄβρα). 2) προσφέρω ἀνωτέραν τιμὴν ὡς ἀντίπαλος ἀγοραστής, παρουσιάζομαι καὶ αὐτὸς ὡς ἀγοραστὴς τοῦ αὐτοῦ πράγματος, ἐπεὶ οὐδεὶς ἀντεωνεῖτο Ἀνδοκ. 17. 29· ἀλλὰ μὴ ἀλλήλοις ἀντωνεῖσθε Λυσ. 165. 5· ὁ ἀντωνούμενος, ἀντίπαλος πλειοδότης, Δημ. 307. 6.

Greek Monotonic

ἀντωνέομαι: παρατ. -εωνούμην, αποθ.,
1. αγοράζω αντί άλλου, σε Ξεν.
2. προσφέρω μεγαλύτερη τιμή, ἀλλήλοις, σε Λυσ.· ὁ ἀντωνούμενος, ο αντίπαλος αγοραστής, σε Δημ.

Middle Liddell


1. Dep to buy instead, Xen.
2. to bid against, ἀλλήλοις Lys.; ὁ ἀντωνούμενος a rival bidder, Dem.