ῥηνοφορεύς: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />vêtu d'une peau d’agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήν]], [[φέρω]].
|btext=έως;<br /><i>adj. m.</i><br />vêtu d'une peau d'agneau.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήν]], [[φέρω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 22:55, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηνοφορεύς Medium diacritics: ῥηνοφορεύς Low diacritics: ρηνοφορεύς Capitals: ΡΗΝΟΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: rhēnophoreús Transliteration B: rhēnophoreus Transliteration C: rinoforeys Beta Code: r(hnoforeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, clad in sheepskin, of Dionysus, AP9.524.18.

German (Pape)

[Seite 840] ὁ, der einen Schaafpelz trägt, Hymn. in Dionys. (IX, 524, 18).

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
vêtu d'une peau d'agneau.
Étymologie: ῥήν, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ῥηνοφορεύς: έως adj. m одетый в овечью шкуру (Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥηνοφορεύς: ὁ, ἐνδεδυμένος δορὰν προβάτου, ἓν ἐκ τῶν πολλῶν ἐπιθέτων τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 18.

Greek Monolingual

έως, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φοράει δέρμα αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ λ. ῥήν].

Greek Monotonic

ῥηνοφορεύς: ὁ (φέρω), ντυμένος, καλυμμένος με προβιά προβάτου, σε Ανθ.

Middle Liddell

ῥηνο-φορεύς, έως, ὁ, [from ῥήν] φέρω
clad in sheepskin, Anth.