ἀναίσχυντος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] schamlos, unverschämt, τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι Plat. Apol. 17 b; abscheulich, πράξεις Ar. Ran. 465 u. öfter; θῆκαι Thuc. 2, 52. – Adv., Plat. Apol. 81 b.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0190.png Seite 190]] [[schamlos]], [[unverschämt]], τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι Plat. Apol. 17 b; abscheulich, πράξεις Ar. Ran. 465 u. öfter; θῆκαι Thuc. 2, 52. – Adv., Plat. Apol. 81 b.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:27, 26 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίσχυντος Medium diacritics: ἀναίσχυντος Low diacritics: αναίσχυντος Capitals: ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΟΣ
Transliteration A: anaíschyntos Transliteration B: anaischyntos Transliteration C: anaischyntos Beta Code: a)nai/sxuntos

English (LSJ)

ον,
A shameless, impudent, brazen, Alc.Supp.21.5, E.IA327, etc., Ar.Pax182, And.4.17, Pl.Lg.671c (Comp.), Ap.17b (Sup.), etc.:—τὸ ἀναίσχυντον = ἀναισχυντία, shamelessness, E.IA1144. Adv. ἀναισχύντως = impudently Pl.Ap. 31b: Sup. ἀναισχυντότατα ἀνθρώπων D.27.18.
II of things, shameful, abominable, βορά E.Cyc.416; θῆκαι Th.2.52.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers. y respecto a la opinión
1 gener. desvergonzado, sinvergüenza, descarado ἀντιλέγων ... ὡς οἱ μὲν Χῖοι ἀναίσχυντοι εἶεν Th.8.45, ὦ θεοί, σῆς ἀναισχύντου φρενός E.IA 327, οὕτω δ' ἀναίσχυντός ἐστιν (de Alcibíades), And.4.17, cf. Pl.Lg.671c, Ap.17b, Arist.Rh.1390a2, D.56.41, 60.21, Is.3.4, PIand.97.5 (III a.C.).
2 ref. a la religión irrespetuoso, profano, desvergonzado ὦ μιαρὲ καὶ τολμηρὲ κἀναίσχυντε σύ Ar.Pax 182, cf. Ra.465, Alc.68.5.
3 ref. a la rel. sex., esp. la pederastia impúdico, obsceno, desvergonzado κατάπυγων εἶ κἀναίσχυντος Ar.Nu.909, cf. Pl.Smp.192a, Procop.Arc.9.14.
4 subst. τὸ ἀναίσχυντον = desvergüenza E.IA 1144, Plu.2.71a, Themist.Ep.6, οἱ ἀναίσχυντόι Hp.Ep.17 (p.376).
II de cosas abominable, impío βορά E.Cyc.416, θῆκαι Th.2.52
de una causa judicial insostenible porque la primera parte es insultante, Fortunat.Rh.84.7.
III adv. ἀναισχύντως = desvergonzadamente οἱ κατήγοροι τἆλλα πάντα ἀναισχύντως οὕτω κατηγοροῦντες Pl.Ap.31b, ἀναισχύντως μαρτυροῦσιν D.34.19, cf. Plb.28.4.9, I.AI 17.352.

German (Pape)

[Seite 190] schamlos, unverschämt, τοῦτό μοι ἔδοξεν αὐτῶν ἀναισχυντότατον εἶναι Plat. Apol. 17 b; abscheulich, πράξεις Ar. Ran. 465 u. öfter; θῆκαι Thuc. 2, 52. – Adv., Plat. Apol. 81 b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 impudent, effronté;
2 honteux, abominable.
Étymologie: , αἰσχύνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναίσχυντος:
1 бесстыдный Thuc., Eur., Xen., Plat.;
2 постыдный, позорный, гнусный, Thuc., Eur., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίσχυντος: -ον, ἀναιδής, «ἀδιάντροπος», Εὐρ. Ι. Α. 327, κτλ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 182, Ἀνδοκ. 31. 20, Πλάτ., κτλ.: ― τὸ ἀναίσχυντον = ἀναισχυντία, Εὐρ. Ι.Α. 1114: ― Ἐπίρρ. ἀναισχύντωςΠλάτ. Ἀπολ. 31 Β· ὑπερθ. ἀναισχυντότατ’ ἀνθρώπων Δημ. 819. 7. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, αἰσχύνης ἄξια, βδελυκτά, βορὰ Εὐρ. Κύκλ. 416, πρβλ. Θουκ. 2. 52.

Greek Monotonic

ἀναίσχυντος: -ον (αἰσχύνω),
I. αναιδής, αδιάντροπος, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ ἀναίσχυντον = ἀναισχυντία, σε Ευρ.· επίρρ. ἀναισχύντως, σε Πλάτ.
II. λέγεται για πράγματα, βδελυκτός, αποστρεφής, σε Ευρ.

Middle Liddell

αἰσχύνω
I. shameless, impudent, Eur., Ar., etc.: —τὸ ἀναίσχυντον, = ἀναισχυντία, Eur.:—adv. ἀναισχύντως, Plat.
II. of things, abominable, Eur.

English (Woodhouse)

impertinent, impudent, shameless

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)